14.7.24
της Τετάρτης τη λαϊκή. πριν.
18.3.22
1.8.21
το μισοχαλασμένο
λες και επίτηδες, ημιτελείς από κατασκευής
λες και οι λέξεις
τέλειο, ολόκληρο, άρτιο,
και όλα τα παράγωγα
είναι ανίκανες
εκ προοιμίου να υπάρξουν.
να τα φτιάξουμε
τα χαλασμένα μας
γιατί όλα
- πράγματα και μη -
να πρέπει να χαλάνε;
και οι πατέντες
να κοστίζουν περισσότερο
για να φτιαχτεί το μισοχαλασμένο;
με συμβουλές
με μαστορέματα ύποπτα
και με ενδεχόμενα
ενδεχομένως
να φτιαχτεί αυτό που χάλασε
μα μέχρι τότε θα 'χει χαλάσει κάτι άλλο
7.1.21
εκτοξευτής
να εκτοξεύομαι
ψηλά
στην κάθοδο μόνο ξανά
να μετανιώνω
που για άλλη μια φορά
δεν έσπασα το φράγμα της βαρύτητας
κι όταν θα πω πως τέλειωσα μ' αυτά εγώ
και πάει
τότε είναι που θα 'χω γελαστεί
που θα 'χω μεγαλώσει
γι' αυτό ποτέ
τα δομικά υλικά μου δε ξεχνώ
εμένα δε θα ακούσεις να το λέω
πως ως εδώ
κουράστηκα
και φτάνει
το τούβλο που 'χω μέσα μου
μοιάζει με το παιδί.
3.12.20
χαμωτράγουδο
31.3.20
χρειάζομαι μια βροχή
ήμουν μια σταγόνα. μια αναπάντεχη στιγμή.
μου επιτέθηκε η βαρύτητα. κι ύστερα άρχισα να πέφτω. κάθετα. να κατρακυλώ. σε στιλπνή επιφάνεια. -βάλε ότι θες με το μυαλό σου. τζάμι. πλακάκι μπάνιου ή μια ποδιά. ιδέα δεν έχω- προσπάθησα να κοιτάξω πίσω μα δεν μπόρεσα. η δύναμη με τράβαγε αδιάκοπα. πριν είχα όλο τον χρόνο. πλέον δεν είχα χρόνο για τίποτα. ψέματα. είχα. μόνο για να πέφτω. και να σκέφτομαι. ένιωθα πίσω μου να αφήνω το υδάτινο ίχνος μου και να μικραίνω. να μικραίνω πέφτοντας. να, να πέφτω μικραίνοντας. να, να χάνω όγκο και συνείδηση. να, να χαζεύω. δεν το επέλεξα αυτό το ταξίδι μα το κάνω. σκέφτηκα. χωρίς συνεπιβάτες. ολομόναχος. όπως πάντα. τουλάχιστον ως εδώ. μικραίνω όλο και περισσότερο. πότε ξανά μου δεν θα μεγαλώσω. σε λίγο θα εξατμιστώ. δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. αλλά είναι μια γνώση που έχω από τότε που άρχισα να πέφτω. η γνώση του αφανισμού μου.
-γλίστρησα; τι έγινε; ξέχασα- καταρρέω. ρέω προς τα -κάπου- κάτω δηλαδή. αν δίπλα μου είχα κάποιον σαν κι εμένα. θα μπορούσα τουλάχιστον να συγχωνευτώ. να παρατείνω λιγάκι τον αφανισμό. αλλά δεν φαίνεται κανείς τριγύρω. σαν κι εμένα. εγώ κατεβαίνω. κανείς. χρειάζομαι μια βροχή. για να σωθώ. και ο λαιμός του σαν οργωμένο χωράφι. με περιμένει. ποτήρι! ποτήρι ήταν τελικά. και ήμουν το νερό.
-αν κλέψει κανείς αλέτρι, λένε πως ξεψυχάει μονάχα αν του κρεμάσουν στο λαιμό έναν ζυγό-
ξύπνησα κι έτρεξα να πιώ.
νερό.
15.9.19
ξέφλουδα
Κυριακή μεσημέρι, σε ένα αστικό λεωφορείο κάπου στο κέντρο της πόλης, σε μια διαδρομή λίγο εως πολύ συνηθισμένη, μια γυναίκα, ασυνήθιστη, μεγάλη σε ηλικία μα νεαρή στην ψυχή, τραγουδά το «δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες» ένας κύριος, ασυνήθιστος, μεγάλος σε ηλικία μα νεαρός στην ψυχή, την πλησιάζει και τη ρωτά:
-αγαπάτε;
-τόσο όσο
-δηλαδή πόσο;
-ο μπαμπάς μου, από μικρή μου έλεγε: «όταν ερωτεύεσαι, να μην αγαπάς με το καρύδι της καρδιάς σου, να αγαπάς με τη φλούδα»
-ήθελε να σας προστατέψει.
-λάθος. να με καταστρέψει ήθελε.
-γιατί το λέτε αυτό;
-τώρα πια δεν μπορώ να αγαπήσω πιο πολύ απ' όσο διαρκεί μια αγκαλιά.