14.7.24

της Τετάρτης τη λαϊκή. πριν.

η κυρία που με είδε είδε τελικά περισσότερα απ' όσα έβλεπα. διαβάζοντας ακόμη μία φορά το έβδομο και τελευταίο μάθημα για το λόγο. σταμάτησε η κυρία. σκέψου. για να μου πει πως μάλλον αυτό που διαβάζω είναι πολύ ωραίο. και ότι διάλεξα ένα σωστό σημείο για να υπάρξω για λίγο. μου έδωσε η κυρία την υπόσταση που είχα χάσει. έτσι που με είδε με την πλάτη γυρισμένη. καθισμένο πλαγιαστά στη μέση της μέρας. στο πράσινο παγκάκι μου και κανενός άλλου. σταμάτησε η κυρία σκέψου. για να μου πει ότι καλά κάνω και κάνω αυτό που κάνω. και ότι παίρνω ενέργεια απ' τα φυτά τριγύρω. και γι' αυτό ίσως μπορώ και βυθίζομαι μέσα σ' αυτό το βιβλίο. και καλά κάνω. και καλά έκανες κι εσύ κυρία που σταμάτησες σκέψου. στη μέση της μέρας για να πεις σε ένα παιδί που καθόταν σε ένα παγκάκι μόνο του. με το βιβλίο του. και μόνο του. ότι έτσι κι έτσι. της έδωσα κι εγώ την ευχή μου και την κοιτούσα που έφευγε. κι έφυγα πια όταν έφυγε η κυρία. γιατί η στιγμή πέρασε. χάλασε. πως το λένε. μόλις μου είπε τι είδε. βλέποντας με. το είδα κι εγώ. και χάθηκε. όπως όλα τα πράγματα χάνονται όταν πέσει επάνω τους το κατάλληλο βλέμμα.

18.3.22

γυρεύω τις λέξεις που με κάνουν να ανατριχιάζω
τις ψάχνω στο δρόμο
κρυφακούω καμιά φορά τους διπλανούς
τους περαστικούς
ανοίγω τις κεραίες μου να πιάσω σήματα
από τα λεξικά των άλλων 
μα πάντα οι λέξεις με γελούν
δεν είναι ποτέ δικές μου
όσο και να τις αγαπήσω
οι περισσότερες δεν κάθονται
να τις χρησιμοποιήσω
εγκαταλείπουν τη μνήμη μου
κι έτσι παύω να τις υμνώ
με εκδικούνται
που δεν φρόντισα να πάρω το μολύβι μου
κι ένα χαρτί και να τις κάνω
να υπάρξουν
λες και ήταν ποτέ αυτονόητες

1.8.21

το μισοχαλασμένο

λες και επίτηδες, ημιτελείς από κατασκευής

λες και οι λέξεις 

τέλειο, ολόκληρο, άρτιο, 

και όλα τα παράγωγα

είναι ανίκανες 

εκ προοιμίου να υπάρξουν.

να τα φτιάξουμε

τα χαλασμένα μας

γιατί όλα

- πράγματα και μη - 

να πρέπει να χαλάνε;

και οι πατέντες 

να κοστίζουν περισσότερο

για να φτιαχτεί το μισοχαλασμένο;

με συμβουλές

με μαστορέματα ύποπτα

και με ενδεχόμενα


ενδεχομένως 

να φτιαχτεί αυτό που χάλασε

μα μέχρι τότε θα 'χει χαλάσει κάτι άλλο


7.1.21

εκτοξευτής


προσωρινά μεγάλωσα 
δεν γίνεται να αφήσω το παιδί
αυτό που όταν το ρωτούσαν:
-εσύ; τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
έλεγε -εκτοξευτής 
να στέκομαι στις άκρες των κτιρίων 
και όποτε το θέλω
να εκτοξεύομαι 
ψηλά 
στην κάθοδο μόνο ξανά 
να μετανιώνω 
που για άλλη μια φορά 
δεν έσπασα το φράγμα της βαρύτητας 

κι όταν θα πω πως τέλειωσα μ' αυτά εγώ 
και πάει 
τότε είναι που θα 'χω γελαστεί 
που θα 'χω μεγαλώσει 
γι' αυτό ποτέ 
τα δομικά υλικά μου δε ξεχνώ 
εμένα δε θα ακούσεις να το λέω 
πως ως εδώ
κουράστηκα 
και φτάνει 
το τούβλο που 'χω μέσα μου 
μοιάζει με το παιδί.

3.12.20

χαμωτράγουδο

απόψε θα γυρίσω από κει που 'ρθα
θα φυτευτώ στο χώμα ως το κόκκαλο
να γίνω λίπασμα γι' αυτούς που δεν πεινάνε
θαμμένος άλλος κάθετος δεν θάφτηκε κανείς

μονάχο το κεφάλι μου θα στέκεται στον ήλιο
απ' το λαιμό ως το μέτωπο - η κούτρα καθαρή 
λες κι άξιζε που χάλασα ζωής χρονάκια τόσα
για μία καθαρότητα που δεν μου αναλογεί

να κάθουνται οι σπουργίτες μου να στήνουν τις φωλιές τους
για να τις καταστρέφουνε τα όρνια κι οι καιροί
μέχρι αψηλά της κεφαλής η καθαρή μετόπη
με κουτσουλιές απρόσεχτες αδρά να στολιστεί

να φάνε και τα μάτια μου
να πέσουν τα μαλλιά μου
τα δόντια να μου μείνουνε
για να μασάω τη γη.


31.3.20

χρειάζομαι μια βροχή


ήμουν μια σταγόνα. μια αναπάντεχη στιγμή.
μου επιτέθηκε η βαρύτητα. κι ύστερα άρχισα να πέφτω. κάθετα. να κατρακυλώ. σε στιλπνή επιφάνεια. -βάλε ότι θες με το μυαλό σου. τζάμι. πλακάκι μπάνιου ή μια ποδιά. ιδέα δεν έχω- προσπάθησα να κοιτάξω πίσω μα δεν μπόρεσα. η δύναμη με τράβαγε αδιάκοπα. πριν είχα όλο τον χρόνο. πλέον δεν είχα χρόνο για τίποτα. ψέματα. είχα. μόνο για να πέφτω. και να σκέφτομαι. ένιωθα πίσω μου να αφήνω το υδάτινο ίχνος μου και να μικραίνω. να μικραίνω πέφτοντας. να, να πέφτω μικραίνοντας. να, να χάνω όγκο και συνείδηση. να, να χαζεύω. δεν το επέλεξα αυτό το ταξίδι μα το κάνω. σκέφτηκα. χωρίς συνεπιβάτες. ολομόναχος. όπως πάντα. τουλάχιστον ως εδώ. μικραίνω όλο και περισσότερο. πότε ξανά μου δεν θα μεγαλώσω. σε λίγο θα εξατμιστώ. δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. αλλά είναι μια γνώση που έχω από τότε που άρχισα να πέφτω. η γνώση του αφανισμού μου.
-γλίστρησα; τι έγινε; ξέχασα- καταρρέω. ρέω προς τα -κάπου- κάτω δηλαδή. αν δίπλα μου είχα κάποιον σαν κι εμένα. θα μπορούσα τουλάχιστον να συγχωνευτώ. να παρατείνω λιγάκι τον αφανισμό. αλλά δεν φαίνεται κανείς τριγύρω. σαν κι εμένα. εγώ κατεβαίνω. κανείς. χρειάζομαι μια βροχή. για να σωθώ. και ο λαιμός του σαν οργωμένο χωράφι. με περιμένει. ποτήρι! ποτήρι ήταν τελικά. και ήμουν το νερό.                     



-αν κλέψει κανείς αλέτρι, λένε πως ξεψυχάει μονάχα αν του κρεμάσουν στο λαιμό έναν ζυγό-
ξύπνησα κι έτρεξα να πιώ.
νερό.

15.9.19

ξέφλουδα

Κυριακή μεσημέρι, σε ένα αστικό λεωφορείο κάπου στο κέντρο της πόλης, σε μια διαδρομή λίγο εως πολύ συνηθισμένη, μια γυναίκα, ασυνήθιστη, μεγάλη σε ηλικία μα νεαρή στην ψυχή, τραγουδά το «δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες» ένας κύριος, ασυνήθιστος, μεγάλος σε ηλικία μα νεαρός στην ψυχή, την πλησιάζει και τη ρωτά:

-αγαπάτε;
-τόσο όσο
-δηλαδή πόσο;
-ο μπαμπάς μου, από μικρή μου έλεγε: «όταν ερωτεύεσαι, να μην αγαπάς με το καρύδι της καρδιάς σου, να αγαπάς με τη φλούδα»
-ήθελε να σας προστατέψει.
-λάθος. να με καταστρέψει ήθελε.
-γιατί το λέτε αυτό;
-τώρα πια δεν μπορώ να αγαπήσω πιο πολύ απ' όσο διαρκεί μια αγκαλιά.