29.7.12

Ήταν ο τελευταίος διάλογος δύο πιλότων που -για κάποιο λόγο που αυτή τη στιγμή δεν έχω πρόχειρο-  κάτι έγινε στο αεροπλάνο τους κι έφυγε το πάτωμα του και ρούφηξε τους επιβάτες στο κενό. Οι πιλότοι ακούνε το μπαμ, η πόρτα τους είναι κλειστή, έχουν απομείνει μόνοι τους σε ένα κούφιο άδειο αεροπλάνο με ακέραιο πιλοτήριο. Τα λόγια τους καταγράφηκαν στο μαύρο κουτί.
«Τι έγινε;»
«Ξέρω 'γω»
«Πέφτουμε;»
«Ναι».
«Ανέβασε το».
«Δεν πάει».
«Κάνε ελιγμούς».
«Δεν υπακούει».
«Κάνε κάτι».
«Δεν πάει πουθενά».
«Πέφτουμε;»
«Ναι».

Τώρα που το σκέφτομαι, ο διάλογος αυτός είναι σχεδόν πανομοιότυπος με κάθε τελευταίο διάλογο οποιασδήποτε σχέσης.

απόσπασμα από το Μόνολογκ του Λένου Χρηστίδη

Σπλέντιτ

Τον Ιούλη αυτό δεν χαιρέτησα την κυρία Καίτη που με γνωρίζει από 5 χρονών και κάθε που περνούσα απ' το σπίτι της της τραγουδούσα το χιτ της εποχής. Είπα όμως να κρατήσω το άλλο συνήθειο και να επισκεφθώ το μπαρμπέρη του χωριού. Μωσαϊκό στο πάτωμα. Ένας χάρτης της Ελλάδας πολιτικός στον τοίχο. Άσπρες πλαστικές καρέκλες για τους αναμένοντες. Περιοδικά δημοσιευμένα προ δεκαετίας τουλάχιστον ακουμπισμένα στο παλιό ξύλινο τραπεζάκι, πασπαλισμένα με φρέσκια σκόνη. «Ειδικός σάπων ξυρίσματος Σπλέντιτ. Ο σάπων ούτος, εξαιρετικής ποιότητος, κάμνει αφρόν άφθονον και παχύν, μαλακώνει την τρίχα και είναι οικονομικός διότι ελάχιστη ποσότης αρκεί για το ξύρισμα.»

Οι συνειρμοί προλαβαίνουν το βήμα μου. Λαχανιάζω αλλά δεν παραιτούμαι. Αυτοί που τα παρατάνε σε κάτι τέτοια είναι οι ίδιοι που όταν ήταν μικροί ζητούσαν να τους ανοίξουν το μπουκάλι νερό.

Να θυμηθώ να αρπάξω την ευκαιρία. Να εγκλωβίσω τη φράση. Να μην ξεχαστώ και μου διαφύγει και μείνει η σελίδα μου κενή από άποψη. Please mind the gap. Προσοχή στο διάκενο. Ναι αλλά τι γίνεται στο πρόκενο; Στο μετάκενο; Μετά, κενό.

Θέλω να πεισθώ πως όλα θα πάνε καλά αλλά αυτό δεν ευχόμουν και πέρσι; Και τον χρόνο πιο πριν. Αυτό το "θα" είναι πούστικο. Δίνει την ψευδαίσθηση ύπαρξης χρόνου. Δεν υπάρχει χρόνος, μόνο η αίσθηση ότι περνάει. Το ξανάπα αυτό; Γράφω σε χαρτάκια, σε χαρτοπετσέτες σε πρόχειρα μηνύματα στο κινητό και προσπαθώ να συνδέσω τα ασύνδετα. Κι εσύ που κρύβεις όλη τη δύναμη σου στο τακούνι προσπαθείς να κατανοήσεις. Σ' αυτήν την μη-κατανόηση προστίθεται η αναπόληση της παιδικής μου ηλικίας. Και πόσο συγχύζομαι που η πεμπτουσία του παιδικού ονείρου καταστρέφεται ολοσχερώς από εκείνα τα ηλεκτρονικά μαραφέτια σε σχήμα όπλου που πατάς τη σκανδάλη και εκτοξεύει σαπουνόφουσκες, ενώ η ουσία του παιχνιδιού έγκειται ακριβώς στη διαδικασία κατά την οποία το παιδάριο βαζοβγάζει μανιωδώς το πλαστικό εξάρτημα με τον κύκλο στην άκρη, μέσα στο ειδικό δοχείο με το σαπουνόνερο και ύστερα φυσάει με προσοχή στην τρύπα για τη δημιουργία της περιβόητης σαπουνόφουσκας.
Και ερωτώ.
Γιατί έχουμε χάσει το στόχο μας;
Γιατί να μετράει το αποτέλεσμα περισσότερο απ' την προσπάθεια;
Γιατί να υπάρχουν τα σπαστικά παιδάκια που σου σκάνε τις φούσκες;

Όταν ήμουν νιάνιαρο, είχα ένα πάου-ρέιντζερ μπλέ και τον πετούσα στη θάλασσα. Αυτός βυθιζόταν κι εγώ βουτούσα και τον έβρισκα. Δεν τον έχασα στη θάλασσα. Τον ξέχασα. Στη στεριά. Τι κρίμα όλα αυτά που ξεχνάμε στη στεριά.

17.7.12

Η ωραία θυμωμένη.

Με σκοπό να βγεις εκτός θέματος. Αναδιπλώνεις. Τις φούστες σου τις λουλουδάτες και τις σκέψεις σου. Όχι τις δικές σου. Αλλά τις σκέψεις σου. Αγορεύεις και υπαγορεύεις κι εγώ πιστός δακτυλογράφος πατώ τα πλήκτρα με μανία και παίζω μουσική. Για μένα είναι πιάνο η γραφομηχανή μου. Ήρθε η ώρα όμως να ειπωθούν γενναίες αμαρτίες. Καταρχάς, ήσουνα άκρως ερωτεύσιμη όταν σε είδα. Σε είδα. Αλλά δε σου έφτανε. Θα ανήκεις στα πιο πρόσφατα για καιρό ακόμα. Ήταν που θα ανοίγαμε εκείνο τον κινηματογράφο και θα προβάλλαμε τις ταινίες που βλέπαμε ο καθένας στον καναπέ του. Εγώ αγκαλιά με τη γάτα. Εσύ με χέρια μπλεγμένα μπροστά στην κοιλιά, όπως τα μπλέκουμε σαν χ, με τις παλάμες κάτω απ' τις μασχάλες. Έτσι. Έτσι σαν να θύμωσες για κάτι. Όλο μου θύμωνες για κάτι. Κι ήσουν τόσο ωραία θυμωμένη. Προσηλωμένοι στις πραγματικότητες των άλλων. Απαλλαγμένοι από τα βάρη της δικής μας. Ήταν που θα ανοίγαμε εκείνο τον κινηματογράφο. Ήταν που μ' αγαπούσες κάποτε. Βουνά και δάση μας χωρίζουν. Η θάλασσα ανέκαθεν μας ένωνε. Διάλεξε εμένα ή εμένα. Σου δίνω το προνόμιο καλή μου. Να επιλέξεις. Ο,τι κι αν πεις, εμένα θα διαλέγεις. Είναι η μοίρα σου που διάλεξε εσένα, ο,τι κι αν λες εμένα να διαλέγεις.