24.12.10

Κάρτ Ποστάλ

Αγαπημένη μου Τζόϊς
Σου γράφω με το στυλό που μου χάρισες. Καινούρια πόλη. Καινούριο σπίτι. Καινούρια ζωή. Τις πρώτες μέρες τις ξόδεψα για να συμμαζευτώ στο καινούριο σπίτι. Την πέμπτη μέρα το είχα πετύχει -μετά από πολλούς καφέδες και γεμάτα τασάκια- μην σου πω ότι πρόλαβα να ρουτινίασω κιόλας. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να βγω να εξερευνήσω την καινούρια μου πατρίδα. Δεν έχει και πολλά μέρη για να δεις λίγο πολύ τα είδα όλα τα σημαντικά (ή έτσι νομίζω). Σε μια από τις εξορμήσεις μου τσάκωσα κι ένα βιβλιαράκι με την ιστορία της πόλης για να νιώσω ότι είμαι εδώ από καιρό. Βρήκα κάτι παλιούς γνωστούς που αναγκάστηκα να τους κάνω νυν φίλους για να βρώ λιγάκι το δρόμο μου. Θα σ' αρεζε εδώ θα λάτρευες σίγουρα τη βόλτα στην παραλία με το αεράκι να σου ρίχνει σφαλιάρες στα μούτρα κάθε τόσο. Και το κέντρο θα σ' άρεζε. Κόσμος και σούσουρο, λιώνεις εσύ γι' αυτά, σε θυμάμαι. Και που λες με αυτούς τους νυν φίλους έκανα αυτές τις περιστασιακές συζητήσεις που μισείς. Αυτές που βρίσκεις κάποιον για να του παραπονεθείς για τις παλιές σου πληγές που έχουν κλείσει από καιρό αλλά έχει αφήσει η κάθε μια από μια ουλή πίσω της είτε μικρή είτε μεγάλη. Κι ενώ δεν σου είχε περάσει καν από το μυαλό, δέχεσαι συμπαράσταση από κάποιον ομοιοπαθή. Γιατί όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε στη μοναδικότητα πάνω κάτω ότι ζούμε το 'χουμε δει στο σινεμά. Όμως σε κούρασα αρκετά με τις σαχλαμάρες μου. Σε επαναφέρω στην πραγματικότητα (κι εμένα μαζί) λέγοντάς σου πως τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα εδώ. Χριστούγεννα ήρθαν και δεν μπήκα καν στη διαδικασία να στολίσω. Είναι 23:55 και τα μάτια μου είναι πρησμένα απ' την κούραση. Για δουλειά δεν το συζητάω, τα γνωστά. Ά και χιόνισε, έπιασε λίγο χιόνι και φέτος. Καλά όλα αυτά αλλά ο κύριος λόγος που σου γράφω είναι για να σου ανακοινώσω ότι τελικά δεν θα μπορέσω να έρθω να σε δω. Και επειδή το γράμμα ξέρεις πως είναι ο αγαπημένος τρόπος επικοινωνίας...
θέλω επίσης να σου ευχηθώ την χρονιά που θα έρθει να κάνεις ότι δεν τόλμησες ποτέ σου και να αφήσεις τη φαντασία σου να οργιάζει. Να ακούς την καρδιά σου και δε θα χάσεις (αν και δεν ξέρω πως ακριβώς γίνεται αυτό). Δεν απολογούμαι που δεν θα έρθω αλλά ήθελα να έρθει κάτι από μένα σε σένα.. Ελπίζω να βρεθούμε σύντομα μέσα στην καινούρια χρονιά. Θα ήταν πολύ ωραίο. Αν θελήσεις να με επισκεφτείς στην καινούρια μου μιζέρια η οδός και το τηλέφωνο είναι γραμμένα στην καρτ ποστάλ που σου στέλνω μαζί με το γράμμα.
Να προσέχεις.

6.11.10

Ολα δείχνουν πως δεν είμαι καλά

Γράφω σε μιλιμετρέ χαρτί. Δεν είμαι καλά. (Σχεδόν) Κάθε πρωί ξυπνάω και φτιάχνω ένα ζεστό τσάι που τελικά καταλήγει στο νεροχύτη αφού δεν προλαβαίνω ποτέ να το πιώ. Με άδειο στομάχι και γεμάτο όνειρα κεφάλι πηγαίνω στο σχολείο. Ένα μπλοκ μιλιμετρέ αγόρασα στη μέχρι τώρα σχολική ζωή μου και ζήτημα να χρησιμοποίησα 7 φύλλα. Και από αυτά τα 3 ήταν αποτυχημένα σχήματα που πέταξα στα σκουπίδια. Άλλα πως αλλιώς θα μάθαινα; Τελευταία ώρα. Θα ορκιζόμουν ότι ακούω τα γουργουρητά των συμμαθητών μου και το δικό μου μαζί. Η φωνή του καθηγητή μοιάζει να έρχεται απ΄το υπερπέραν. 10 λεπτά. 10 λεπτά υπομονή και ύστερα το πότε θα φάω θα εξαρτάται μόνο απ' τον ΟΑΣΘ. 10 λεπτά υπομονή. 10 λεπτά χαμένα. Ποιος θα μου τα δανείσει όταν θα τα χρειάζομαι; Κι αυτά, και τα υπόλοιπα; Ίσως να μην τα χρειαστώ τελικά. Μάλλον δεν θα τα χρειαστώ. Επιτέλους σπίτι. Ουφ. ΦΑΙ! Γιαμ. Κάθομαι. Όλα το δείχνουν. Το κορίτσι του πίνακα μου γύρισε την πλάτη. Βγαίνω στο μπαλκόνι και καταλαβαίνω. Αλλάξαμε εποχή. Το ξεχασμένο ή σκουριασμένο ή χαλασμένο ποδήλατο πήρε την απόφαση ότι το μπαλκόνι θα είναι το σπίτι του από δω και μπρος. Οι ρόδες του έχουν ξεφουσκώσει. Και να το απελευθέρωνα από τα δεσμά του, και να το άφηνα να πάει εκεί, που θα πήγαινε; Αφού οι ρόδες του έχουν ξεφουσκώσει. Τόσα καλοκαίρια στο μπαλκόνι έχασε εντελώς το χρώμα του. Αυτό το υπέροχο... γαλάζιο; Μπα όχι. Άλλο χρώμα ήταν αλλά έχω τόσο καιρό να δω χρώματα που τα ξέχασα. Μια αποτυχημένη γραφική παράσταση στο όγδοο φύλλο μου θυμίζει πως πρέπει να στρωθώ στο διάβασμα. Το δωμάτιο μου είναι σαν να το χτύπησε βόμβα. Πέρασαν πολλές μέρες από την τελευταία φορά που ήρθε η καθαρίστρια. Παντού πεταμένα χαρτιά. Νέκρα. Με βλέπω στον καθρέφτη απέναντι να ουρλιάζω για να σπάσω την σιωπή. Τα χαρτιά είναι ακόμη εκεί. Αυτά δεν έφυγαν. Χρήσιμα και άχρηστα. Χρήσιμα γιατί; Τι χρησιμότητα μπορεί να έχει ένα χαρτί;

16.10.10

Πάνω σε μια κίτρινη ομπρέλα

«Πρέπει να είμαστε αναίσθητοι για να είμαστε καλά αλλιώς δε γίνεται»

Ήρθε το καλοκαίρι και είπα να κάνω ένα μακροβούτι μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. Να μπει η θάλασσα μέσα μου, να μπω κι εγώ μέσα σ’ αυτή, εκεί που ανήκω.
Είπα να κάνω μία βόλτα στον ήλιο, και κάηκα.
Κάθισα στην ακροθαλασσιά να πετάω πέτρες και να χαλάω την ηρεμία της θάλασσας.

Κάποιος που τον ρώτησαν τη είναι η ζωή, είπε: «Βλέπεις όλα αυτά τα κυκλάκια που δημιουργούνται άμα πετάξεις μια πέτρα στο νερό; Υπέθεσε ότι η πέτρα είσαι εσύ, όσο μεγαλώνουν οι κύκλοι τόσο μεγαλώνεις κι εσύ, και όταν οι κύκλοι πια χαθούν τότε χάνεσαι κι εσύ, πας στον πάτο.»

Έπαιξα κιόλας.
Κολύμπησα στα βαθιά.
Κολύμπησα στα ρηχά.
Σταμάτησα να πάρω μια ανάσα τ’ ανασκελα.
Έτσι όπως έβλεπα από πάνω μου γαλάζιο, ήθελα απεγνωσμένα να κόψω και να φάω μια μπουκιά ουρανό.
Και οραματίστηκα ότι τα σύννεφα πήραν τη μορφή που εγώ ήθελα.
Και ύστερα έγιναν πραγματικά πέρα για πέρα.
Κι έτσι όπως ήμουν χαρούμενος στην πλάνη μου ήρθε ένα κύμα και με πλάκωσε.
Ξυπνά Βασίλη δεν είναι αληθινό αυτό που ζεις.
Δεν είναι παίξε γέλασε η ζωή, είναι αγώνας.

Η αλήθεια, όταν λέγεται, κάνει μερικές φορές όλα τα υπόλοιπα να μοιάζουν με ένα τεράστιο ψέμα.


Κι αν όλα αυτά ήταν ψέματα τότε τι κάνω εγώ εδώ, σκέφτηκα.
Ας γυρίσω πίσω, εκεί που όλα τα νιώθεις γερά στο πετσί σου. Στην πόλη.

Ξάπλωσα κάτω από μια κίτρινη ομπρέλα και κρύφτηκα απ’ τον ήλιο, μα το κρυφτό δε διήρκησε πολύ γιατί όλα στο φως βγαίνουνε κάποτε, και τότε, ακόμη και η σκιά τους μαρτυράει την αλήθεια.

1.10.10

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησίαν,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Κ.Καβάφης

7.9.10

Σ' αυτό τον κόσμο που ακόμα και τα χαμόγελα είναι πλαστικά, που να ψάξω να βρω λίγη πραγματική χαρά; Από αυτήν που καθρεφτίζεται στο βλέμμα, και όχι σε μια δήθεν αυθόρμητη σύσπαση των μυών του προσώπου. Τι κι αν οι δρόμοι έχουν γεμίσει με αφίσες που σου χαμογελάνε; Σε βάζουν (άθελα τους φυσικά) να ζυγίσεις τη ζωή σου. Και πως γίνεται πάντα το βάρος να πέφτει στα άσχημα;

25.8.10

Τζάμπα σάλιο

Γιατί να δώσεις εξηγήσεις; Ποιόν προσπαθείς να πείσεις και για ποιο πράγμα να πεισθείς; Κάποιος είπε: «Μην εξηγείς τίποτα, μην απολογείσαι για τίποτα, είναι σκέτο χάσιμο χρόνου». Κι αν τα λόγια δεν είναι πλέον ικανά να πείσουν τότε ποιά πράξη θα μπορούσε να πάρει το μέρος τους;

Ξοδεύουμε σάλιο για να εξηγήσουμε τα αυτονόητα.
Ξοδεύουμε σάλιο για να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα.
Κι όταν θα μας χρειαστεί για να πούμε ότι το κάναμε δήθεν για καλό σκοπό,θα μας έχει τελειώσει. Από την άλλη όμως αν δεν προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε τίποτα πιθανόν να ζούσαμε ακόμα σε σπηλιές.

Ποιόν θες να πείσεις με το σάλιο που ξοδεύεις; Μήπως τα λες ξανά και ξανά για να τ’ ακούς εσύ; Να μην ξεχνάς σε τι πιστεύεις; Μα όταν μιλάνε οι άλλοι εσύ δεν ακούς και όταν τελειώσουν εσύ πάντα διαφωνείς και συνεχίζεις να λες τα δικά σου. Να σιγουρέψεις ότι θυμάσαι ποιός είσαι.

26.6.10

Όταν τρώς παγωτό μόνος το τρώς πιο γρήγορα

Έλα να πάμε μια βόλτα, να κάνουμε παρέα. Έλα να τα πούμε. Τι να πούμε; Τα νέα μας, τα παλιά μας, να συζητήσουμε βρε αδερφέ, να σκοτώσουμε την ώρα μας με αμπελοφιλοσοφίες. Βαριέσαι; Έλα τώρα, μη βαριέσαι. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας, άμα βαριέσαι από τώρα καλύτερα να πέσεις να πεθάνεις. Κάποιος είπε πως μια μεγάλη επιθυμία για θάνατο είναι ταυτόχρονα μια μεγάλη επιθυμία να ζήσεις μια άλλη ζωή από αυτή που ζεις. Είναι σαν ένα σκουριασμένο καμπανάκι κάπου σε ένα μακρινό καμπαναριό μέσα σου να χτυπάει για τελευταία φορά αφήνοντας έναν απόηχο απελπισίας… Άλλαξε… Άλλαξε. Μα τι συζήτηση ανοίξαμε τώρα; Εγώ σου ζήτησα μια βόλτα κι εσύ αρνήθηκες με την πιο άθλια κατάφαση: «Πολύ θα το ‘θελα αλλά πρέπει… …λυπάμαι» Κι εγώ τι πιο ευγενικό θα μπορούσα να κάνω παρά να συνεχίσω την παράνοια: «Δεν πειράζει, μια άλλη φορά («Αρκεί να μου το προτείνεις εσύ την άααλη φόρα» μου ‘ρθε να πω) Φίλε…»
Και πήγα μία βόλτα μόνος μου και πήρα ένα παγωτό να γλυκαθώ μπας και καταλαγιάσει το εγώ μου…

18.6.10

Πόσα μου έδωσες

Στεκόσουν εκεί. Σε κοίταζα και συλλογιζόμουν πόσα μου έδωσες. Μού είχες γυρισμένη την πλάτη πού ένιωθα ότι μπορώ να στηριχτώ πάνω της για όσο χρειαστεί. Δεν υπήρχε χρόνος, μόνο η αίσθηση ότι περνάει.

Με έκανε χαρούμενο που ήσουν έτσι. Έτσι όπως ήσουν, ίδια με τη διαφορετικότητα που έψαχνα. Γιατί είναι εύκολο να βρεις το διαφορετικό ανάμεσα στα όμοια, αλλά φαντάσου τη δυσκολία συναντάς όταν ψάχνεις στους διαφορετικούς το διαφορετικό για σένα.

Κράτησέ με σου λέγανε τα μάτια μου μα εσύ με καταράστηκες. Με καταράστηκες να βρίσκω στηρίγματα παντού να κρατηθώ αλλά να μη μου κάνουν. Να τα απορρίπτω. Χωρίς δοκιμή. Και πόνεσε.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έσκισα τα γόνατα μου. Είναι ευχαρίστηση όμως να τα σκίζω ακόμα. Νιώθω πιτσιρίκι. « Τι ανώριμος που είσαι» είπες κι εγώ αντιμίλησα χωρίς να θέλω να προσβάλω βέβαια την κρίση σου, αλλά έπρεπε. «Είναι καλό που το ακούω αυτό από σένα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να ωριμάζεις. Να μαθαίνεις από τις μαλακιίες σου. Μπορεί να μην είμαι ακόμα αρκετά ώριμος αλλά δεν είμαι στάσιμος, εξελίσσομαι, μεγαλώνω. Θα μάθω με τον καιρό ».

Πήρα και δύναμη, όταν με άφησες αδύναμο στην άκρη του γκρεμού. Πήρα τη δύναμη από σένα και είπα θα πηδήξω. Όχι ότι είχε ρέμα απ’ την άλλη, απλά γνωρίζω ότι αυτός που γυροφέρνει τα βράδια στο παρελθόν του, τον τρώει πιο γρήγορα η μαρμάγκα από αυτόν που με ένα σάλτο πηδάει στο γκρεμό και χάνεται. Γιατί ο δεύτερος κερδίζει μερικά δευτερόλεπτα ακόμη απ’ το παρόν κι είναι όλα δικά του για να κάνει σχέδια για το μακραίωνο μέλλον που το περιμένει.

Μου έμαθες να είμαι ρεαλιστής, όσο κι αν πονάει η κόρη του ματιού αυτού που βλέπει την πραγματικότητα όπως είναι, και τη γεύεται ωμή. Τα ήθελε κι εμένα ο κώλος μου όμως. Επιθυμούσα να λέω τα πράγματα με το όνομα τους και έφτασα στο σημείο να ξεχάσω το δικό μου όνομα. Ήσουν εκεί να με φωνάξεις. Και το θυμήθηκα.

Μου δίδαξες πώς να παίρνω αυτό που θέλω. « Δώσε στον άλλο αυτό που θέλει και παρ’ του ό,τι έχεις ανάγκη εσύ ». Κι αν αυτό που θέλει ο άλλος το θέλω κι εγώ; Είπα. « Τότε ψάχνεις αλλού να το βρεις ». Με έκανες να νιώσω τη δύναμη της αγάπης. Εγώ σ’ αγάπησα κι εσύ μου έριξες μπουνιά στο στέρνο και ήταν λες και μου τελείωσε η φιάλη οξυγόνου. Αλλά και πάλι ήσουν εκεί για να μου πεις: « Πρέπει πέρα απ’ την ανάγκη σου να δεις αυτό που ψάχνεις για να βρεις ».

Μου φόρτωσες μια μέρα τη ζωή σου στη σχολική μου ακόμη τσάντα και είπες: « Πάρε με μαζί σου ». 2 ώρες αργότερα κατάλαβα πώς να μη γίνομαι βάρος στους άλλους. Και κατέβηκες.

-Σου αγόρασα γυαλιά μυωπίας.
-Α! ευχαριστώ.
-Καλοφόρετα.
Μα δεν είχα μυωπία και το ήξερε, αλλά την εμπιστεύτηκα είπα από μέσα μου «Θα είναι ένα από τα πολλά που θέλει να μου δώσει». Τα φόρεσα και βγήκα μια βόλτα όλα έμοιαζαν διαφορετικά, πολύ διαφορετικά κι όμως ήταν τα ίδια. Άρχισα να ζαλίζομαι, όλα ήταν ίδια, το μόνο που είχε αλλάξει ήταν ότι έβλεπα μέσα από δυο φακούς. Γύρισα σπίτι. Τα έβγαλα. Κάθισα στον καναπέ και σκέφτηκα πως ο καθένας μας βλέπει τη δική του πραγματικότητα, τυχαίνει όμως που και που αυτές, οι πολλές, οι διασκορπισμένες παντού, να συνδέονται και μας δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι ζούμε σε έναν κοινό κόσμο.

Με τόσα που μου έδωσες συνειδητοποίησα ότι ποτέ δε θα καταφέρω να τα αποτυπώσω όλα στο χαρτί. Και κατέρρευσα. Είπα από μέσα μου: « Γιατί όχι ρε γαμώτο; ». Πήρα πολλά από σένα. Το νιώθω κάθε φορά που μου αποκαλύπτεις κομμάτι κομμάτι τον εαυτό σου όμως δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξω ότι όλα αυτά τα έχω. Και μήπως τελικά δεν τα έχω; Μήπως δεν μου τα έδωσες; Μήπως τα πήρα από μόνος μου; Σε χρησιμοποίησα. Είμαι πολύ μεγάλο γουρούνι τελικά.
Σταμάτα φώναξες μια φορά ,ενώ ήμουν βυθισμένος στο όνειρο, πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς.

27.5.10

Ο Μίτ(σ)ος της Αριάδνης

Μερικές φορές νιώθω ότι η ζωή είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι, τόσο πολύ που δεν θα σού έφτανε μια ζωή να το ξεμπλέξεις. Όμως αξίζει να προσπαθήσεις κι όπου κολλήσεις ζήτα τη βοήθεια της Αριάδνης. Και μετά συνέχισε, κι όπου κι αν φτάσεις να είσαι ευχαριστημένος ακόμη κι αν αυτό το «όπου» δεν είναι η άκρη του κουβαριού. Ο Θησέας μπορεί να τα κατάφερε χωρίς μεγάλη δυσκολία αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η ιστορία του είναι ένας από τους πολλούς μύθους.

Όλοι είμαστε ήρωες αρκεί να πιστέψουμε ότι απλά είχαμε έναν πολύ κακό σχεδιαστή στολής, οι δυνάμεις μας είναι πάνω κάτω οι ίδιες σε άλλους περισσότερες σε άλλους λιγότερες, και δεν είμαστε άτρωτοι. Πιάστε όλοι από ένα μπερδεμένο κουβάρι κι αρχίστε το ξεμπέρδεμα κι αν σας τύχει κανένας ναυτικός κόμπος…έχετε άσο στο μανίκι την Αριάδνη σας η οποία μπορεί να είναι οτιδήποτε σας βοηθάει να ξεπερνάτε τις δυσκολίες, οτιδήποτε.

Και στην τελική γιατί δίνουμε τόσο μεγάλη σημασία στην άκρη του κουβαριού λες και μας διαβεβαίωσε κανείς πως αν καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί θα σταματήσουμε να έχουμε προβλήματα. Νομίζω αν καταφέρει κανείς να φτάσει στο τροπικό νησί θα του δημιουργηθεί αυτόματα ένα σοβαρό πρόβλημα: Δεν θα έχει προβλήματα, και θα είναι πολύ δύσκολο να το αντιμετωπίσει. Είναι γεγονός ότι στη ζωή μας δίνουμε τεράστιο όγκο στα προβλήματα μας αντί να εστιάσουμε στο πως θα τα λύσουμε και ίσως αυτό κατά βάθος να μας γεμίζει αφού όταν καταφέρουμε να τα ξεφορτωθούμε το απολαμβάνουμε τόσο πολύ …αν και όχι για πολύ

Όλοι κρύβουμε μέσα μας ένα Μήτσο. Μην αφήνετε πια τους Μήτσους σας να παίζουνε κρυφτό. Φτου ξελευθερία για όλους!

21.4.10

Με κέτσαπ ή χωρίς;

Σήμερα έφαγα μακαρόνια (κάτι που κάνω συχνά) και τα έφαγα χωρίς κέτσαπ (κάτι που δεν κάνω συχνά, συνήθως τα τρώω με κέτσαπ). Δεν ξέρω γιατί. Έτσι μου καρφώθηκε και ήθελα να τα φάω χωρίς κέτσαπ. Γύρισα από το σχολείο κουρασμένος, τα είδα και αποφάσισα ότι θα τα φάω σκέτα. Το ίδιο βράδυ έφαγα και πάλι μακαρόνια

1ον γιατί μου αρέσουν πολύ
2ον γιατί πεινούσα.

Αυτή τη δεύτερη φορά όμως κάτι με έκανε να ανοίξω το ψυγείο και να βγάλω το κέτσαπ. Ήθελα μακαρόνια με κέτσαπ. Αυτή τη φορά ήξερα γιατί τα θέλω με κέτσαπ και όχι σκέτα

1ον γιατί τα μακαρόνια με κέτσαπ είναι εκπληκτικός συνδυασμός
2ον γιατί είχα μαλώσει με τη μητέρα μου.

Δεν μπορούσα να μη βάλω κέτσαπ. Δεν είχα τη δύναμη. Γιατί όταν κάτι σε στεναχωρεί προσπαθείς να το αποβάλεις, καμιά φορά προσθέτοντας κάτι άλλο. Κι εγώ τον έδιωξα αυτό το καβγά και έβαλα κέτσαπ εξάλλου μ’ αρέσει το κέτσαπ, τόσο που όταν ήμουνα μικρός, έβαζα κέτσαπ σε ένα μπολάκι και το έτρωγα με το κουτάλι
-σκέτο- ώσπου κάποτε ανακάλυψα πόσο περισσότερο βοηθάει αν το βάλω στα μακαρόνια…