24.6.11

Όταν μεγαλώσω θέλω τα γόνατά μου να είναι σκισμένα.

Γιατί όταν είσαι παιδί είσαι δικαιολογημένο. Σε ξελασπώνει η παιδική αθωότητα σου. Και να πασαλειφτείς με κρέμα, και να φτύσεις, και να πέσεις, και να ανοίξουν για άλλη μια φορά τα γόνατά σου, και να κατουρηθείς πάνω σου, και να κυλιστείς στο γρασίδι, και να τραβήξεις τα μαλλιά της αδερφής σου, και να ουρλιάξεις μέσα στο σούπερ μάρκετ, και να κλωτσήσεις τη γάτα, και να ξεχάσεις να  πεις ευχαριστώ, το πολύ πολύ να φας κάνα δυο ανάστροφες και καμιά ακόμη στο ποπουδάκι, παιδί είσαι δεν πειράζει.

Λες και μεγαλώνουμε ποτέ; Υπάρχουν στιγμές  που νιώθω τόσο μικρός, μικρός πολύ μικρός, μικρός και κοντός. Αισθάνομαι ότι θα περάσει κάποιος, δε θα με δει και θα με πατήσει Κάτι τέτοιες στιγμές ,συνήθως νύχτες, σκέφτομαι πως ανήκω σε λάθος κατηγορία. (κι αλλάζω τα σεντόνια μου.)


Κι όταν σήκωνα το κεφάλι ψηλά με ρωτούσαν: «Τι κοιτάς;» και αποκρινόμουν: «Τ' αστέρια» και έβλεπα τα φρύδια τους να κουνιούνται υποτιμητικά και να κατσουφιάζουν καθώς περίμεναν ν' ακούσουν για κάποιον που 'χε βγει με το σώβρακο στο μπαλκόνι ή για κάτι παιδιά του 1ου ορόφου που έκαναν σεξ με το φως ανοιχτό και οι σκιές τους έκαναν πάρτυ στην κουρτίνα.

«Μαμά αυτός βάζει τη μελισσούλα του στο λουλούδι της!»

14.6.11

Σελιδοδείκτης

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τον έχασα. Αυτόν, που πρόλαβε να με συντροφέψει σε ένα μόνο βιβλίο. Το θυμάμαι τον είχα βάλει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου που σκόπευα να διαβάσω. (Πόσο θα χάρηκε;) Μπήκα στο αυτοκίνητο και δεν πέρασαν περισσότερα από τέσσερα λεπτά και μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβω ότι λείπει. Αλλά ήταν πια αργά.

Ποιο πόδι θα τον πατήσει χωρίς δεύτερη σκέψη;
Ποιο παιδί θα τον πάρει στα χέρια του και θα τον τσαλακώσει ή θα τον σκίσει, χωρίς λόγο;
Ποια βροχή θα τον μουλιάσει και μοιραία θα τον αχρηστέψει;
Ποια περίπτωση υπάρχει να τον ξαναβρώ όταν γυρίσω;

Και αφού δεν άντεξα να συνεχίσω να διαβάζω για την «πλατωνική θεωρία των ιδεών»  έγειρα στο πλάι και αποκοιμήθηκα, ανάμεσα στις σακούλες που επέστρεφαν μαζί μου στο πίσω κάθισμα. Με ξύπνησε ένα γνώριμο τραγούδι που ξερνούσε το μισοχαλασμένο ραδιόφωνο, αν είχα κοιμηθεί  και καθόλου. Άνοιξα τα μάτια μου. Έβρεχε. Ένιωθα τον λαιμό μου στραβό, να περιμένει την επόμενη στροφή του δρόμου μπας και ισιώσει. Ξανακοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα είχαμε σχεδόν φτάσει σπίτι. Σε αυτήν την πόλη που όλα σου φαίνεται πως κάπου τα έχεις ξαναδεί.

Σε κάποιο όνειρο.
Σε κάποιο αρνητικό φιλμ.
Σε μια κορνίζα φιλικά στραμμένη προς τον εκάστοτε επισκέπτη.
Σε μια  αφίσα κολλημένη στη γυμνή βιτρίνα ενός μαγαζιού που δεν άντεξε και έκλεισε μια για πάντα.