18.6.13

Είναι φορές που θέλω με κόψω σε κομμάτια και να με φάω.

14.6.13

Εξόφληση.


Τα κουνούπια δε μετανάστευσαν φέτος. Χώμα και ζέστη. Αυτό θέλουν. Γιατί να φύγουν; Εγώ γιατί έφυγα; Άφησα τη βάση μου και κινδυνεύω να τη χάσω. Αν δεν την έχασα ήδη δηλαδή. Είναι μεγάλη πλάνη να νομίζεις ότι οι βάσεις είναι σταθερές. Χωρίς εσένα οι βάσεις σου διαλύονται σαν παλάτια στην άμμο.

Μείναμε τώρα οι δύο μας. Εμείς και τα κουνούπια. Επιτέλους. Μα τώρα δεν θέλω πια να σου πω τίποτα. Τότε που ήθελα, έκανες πως κοιτούσες αλλού. Τώρα το κατάλαβα ότι εμένα κοιτούσες με την άκρη του ματιού σου. Δεν θέλω να πω τίποτα σε κανέναν. Βαρέθηκα να εξηγώ και να εξηγώ και να εξηγώ. Να βάλουν και λιγάκι το ξερό τους να δουλέψει. Κουράστηκα. Δεν μ' αρέσει που το λέω, αλλά αυτό νιώθω. Και το λέω.

Απλά εκλείπουν αυτές οι αβίαστες συζητήσεις που είχαμε κάποτε. Μας ένοιαζε τόσο να μιλήσουμε, να πούμε τη γνώμη μας να εξηγήσουμε γιατί εμείς το βλέπουμε μαύρο με άσπρες ρίγες ενώ αυτοί άσπρο με μαύρες ρίγες. Βιαστήκαμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο με τις θεωρίες μας και τώρα ο κόσμος δεν μας χωράει. Έχουμε ξεπεράσει το στάδιο του κυνισμού για τα πάντα. Κάναμε το βήμα  και τώρα είναι όλα αδιάφορα. Κι ενώ υπάρχουν τόσα μέρη που δεν έχουμε δει, και τόσοι που δεν έχουμε γνωρίσει, είναι σαν να μην μας εκπλήσσει τίποτα πλέον. Ό,τι καινούριο και διαφορετικό ζούμε το φιλτράρουμε μέσα από το τενεκεδένιο αντικολλητικό καλούπι της σκέψης μας και στο τέλος βγαίνει άδειο και στεγνό σαν σουφλέ σοκολάτας που παραψήθηκε. Και φαίνονται όλα άσχημα σαν τον πίνακα που ζωγράφισες σήμερα το πρωί. Πόσος καιρός πάει που σου ζήτησα να ζωγραφίσεις ένα άφυλλο δέντρο στον τοίχο της κουζίνας;

Κάποιος είπε «Είσαι αυτό που αγαπάς, όχι αυτό που σ'αγαπάει.» Με σκάλωσε αυτός ο κάποιος.
Μάταια προσπαθώ να το αναλύσω. Δεν αναλύεται άλλο. Τελειώνει εκεί ακριβώς στην τελεία. Γιατί τις άφηνα να περνάν απαρατήρητες τις τελείες; Ήταν πάντα εκεί κι εγώ έκανα πως δεν τις έβλεπα.
Έτσι για να έχω να σου λέω και να έχουμε να αναλύουμε. Και τώρα τι μας έμεινε; Ένας μισθός που δεν μας φτάνει για να φάμε, οπότε καλύτερα που τον ξοδεύουμε στα ποτά στο μπαράκι που δεν
συχνά-ζούμε.
Και ακόμη πιο συχνά-δεν-ζούμε.

Κομματάκι νωρίς δεν ξοφλήσαμε;

3.6.13

Παραδόξως,


ηταν ωραία. Τότε που η αγαπημένη μου ασχολία τα καλοκαίρια ήταν να μαζεύω πεταμένα καπάκια απ' την παραλία. Τόσα χρόνια μετά. Στην ίδια παραλία. Άλλοι μαζεύουν τώρα τα καπάκια κι εγώ παλεύω να ανάψω τσιγάρο με σπίρτα ενώ έξω φυσάει τρελά. Αλλά έτσι έχω μάθει. Να έχω υπομονή και να επιμένω. Κι ας λένε κάποιοι ότι χάνω τον καιρό μου. Ούτως ή άλλως καιρό δεν έχω για να τον χάσω. Υποχρεώθηκα να έρθω εδώ που είμαι. Στον κόσμο μου ο χρόνος δεν υπάρχει. Είναι αμοιβαίες ανταλλαγές στιγμών που κάνουν άθροισμα μηδέν κι έτσι αδυνατεί να υπάρξει αυτό που εσείς καλείτε χρονική διάρκεια. Δανεικό αέρα αναπνέω. Και όλοι μας. Είμαστε παράδοξα και παλεύουμε με τα λογικά μας αδιέξοδα για να καταλήξουμε στην ανυπαρξία.