31.12.11

ΕΧΙΤ

Χειρονομίες. Ποδοπάτημα. Ουρλιαχτά. Στριμωξίδι.

Πασχίζουν όλοι να φτάσουν στην έξοδο κινδύνου. Η άλλη πλευρά θα είναι σίγουρα πιο ασφαλής νομίζουν. 

Νομίζουν. 

«Τα ίδια σκατά θα είναι τέκνα μου, πού το ακούσατε πως τάχα υπάρχει έξοδος κινδύνου απ' τον πλανήτη;»



29.12.11

Ιστορίες ενός ταξιτζή - μέρος 2ο

Δεν σου έκανα πρόλογο για το ποιος είμαι κι από που κρατάει η σκούφια μου και τι κάνω κάθε μέρα στη δουλειά και τα ρέστα γιατί εμένα κάτι τέτοιες αηδίες μου τη δίνουνε και γιατί να πούμε εγώ δεν το 'χω και πολύ με το "λέγειν" και το "γράφειν". Αλλά που θα πάει θα με μάθεις σιγά σιγά μέσα απ' τις ιστορίες μου. Την ίδια μέρα που είχα πάρει εκείνο τον παππού, που αξέχαστος θα μου μείνει πανάθεμα τον, έκλαψε κι άλλος κόσμος στο ταξί μου. Όχι πολύς, να μια κυρία ακόμη. Ήμουν σταματημένος στο φανάρι εκεί που συναντιούνται η Εγνατία με την Ιασωνίδου, χωρίς να το καταλάβω καλά καλά ανοίγει μάγκα μου η πόρτα απ' το ταξί και βλέπω δύο κυρίες μια ηλικιωμένη και μια μέσης ηλικίας. Η μέσης ηλικίας βάζει την ηλικιωμένη μέσα, γύρω στα 75 ήτανε θαρρώ, και μου λέει «Θα την πάτε κάπου στην Καλαμαριά, θα σας πει στο δρόμο». «Εντάξει», λέω εγώ χαρούμενος που πήρα κούρσα. Με το που ανάβει το πράσινο και ξεκινάμε μου λέει η κυρία «Μπορώ να κλάψω σας παρακαλώ;»· «Ελεύθερα» της λέω. Μόλις ξεθύμανε μου άνοιξε την καρδιά της σαν τριαντάφυλλο και μου 'πε πως μόλις έμαθε ότι ο καρκίνος της κόρης της έκανε μετάσταση στους λεμφαδένες και η κατάσταση είναι σοβαρή. Άφωνος εγώ. Σκεφτόμουν πόσα συμβαίνουν χρονιάρες μέρες και εμείς δεν παίρνουμε χαμπάρι. «Δεν έκλαψα μπροστά της όταν το είπε ο γιατρός. Δεν ήθελα. Δεν μπορούσα να της το κάνω αυτό. Έχει και δύο παιδιά η κόρη μου. Μακάρι ο πατέρας τους να βρει δύναμη να τα μεγαλώσει. Ευχαριστώ που με αφήσατε να κλάψω.» Κάπου ανάμεσα σ' όλα αυτά μου έδινε οδηγίες για να την πάω στο σπίτι της. Δεν έβγαλα άχνα. Ποια κουβέντα μου θα μπορούσε να μαλακώσει την καρδιά της που λίγα λεπτά πριν -για μια στιγμή μονάχα- ξέχασε πώς να χτυπά;

26.12.11

Κλέβω

Κλέβω λέξεις. Κλέβω σκέψεις. Κλέβω ιδέες. Και μετά φτιάχνω. Φτιάχνω άχρηστα και φτιάχνω και χρήσιμα. Αλλά καμιά φορά νιώθω τύψεις. Ξέρεις, που κλέβω. Αλλά μετά σκέφτομαι ότι στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Και ηρεμώ. Ναι. Γιατί ο,τι και να σκεφτεί το ανθρώπινο μυαλό όταν στοχεύει στη δημιουργία τέχνης ή ατεχνίας (μερικές φορές προτιμώ να την αποκαλώ έτσι) ασυνείδητα θα πατήσει στις λέξεις, στις σκέψεις, στις ιδέες, κάποιου άλλου. Βέβαια το αποτέλεσμα είναι πάντα διαφορετικό. Αυτό είναι άλλωστε και το κριτήριο με το οποίο διακρίνονται οι καλλιτέχνες και τα ρεύματα.
Δεν ψάχνω όμως για να κλέψω. Είμαι κάτι σαν τον τίμιο κλέφτη του Ντοστογιέφσκι. 
Συναντώ και κλέβω.
Σέβομαι και κλέβω. 
Κλέβω χωρίς να το ξέρω μερικές φορές γιατί απλά κάποιος σκέφτηκε αυτό που σκέφτηκα πριν από μένα.

23.12.11

Ιστορίες ενός ταξιτζή - μέρος 1ο

Σήμερα, ημέρα Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2011 συνέβηκε ένα περιστατικό στο ταξί μου (αν μπορεί να θεωρηθεί "μου" αφού το νοικιάζω) άλλο να στο λέω κι άλλο να είσαι εκεί να το ζεις. Με σταματάει ένας παππούκας  85 χρονών Βασιλίσσης Όλγας με Ιταλίας. Εγώ είχα μέσα ήδη μια μαντάμ, η οποία δυσανασχέτησε γιατί ο παππούς δυσκολεύτηκε να μπει και καθυστερήσαμε λίγο. «Πονάει το πόδι σας από την υγρασία;» τον ρωτάω και μου λέει «Ή απ' την υγρασία ή απ' την ηλικία θα είναι». Γέλασα. Αφήνουμε τη μαντάμ στο Ράδιο Σίτυ. Μετά από λίγο μου το ξεφούρνισε ο παππούς ότι είναι απόστρατος αξιωματικός κι ότι το πόδι του τον πονάει επειδή έχει φάει σφαίρα και πως πολέμησε στον πόλεμο της Κορέας και τα ρέστα. Μόλις μου το 'πε τον πήραν τα ζουμιά. Κι ήταν απ' τις φορές που έλεγα να μην τελειώσει η κούρσα ποτέ, να μείνουμε μες στο παλιάμαξο να μου λέει ιστορίες για αγρίους κι εγώ να αφήνω επιφωνήματα. «Για ποιόν τάχα πολέμησα; Για αυτούς που λένε πως μας κυβερνάνε ενώ μας έχουν για να τους ξεσκονίζουμε τα παπούτσια; Για αυτούς που ξεπούλησαν την Ελλάδα; Για ποιον πολέμησα; Πες μου για ποιόν. Δεν υπάρχει γαμώτο ένας Έλληνας με αρχίδια να σηκώσει ανάστημα και να βγει μπροστά;» Δεν πρόλαβε να πει άλλα κατέβηκε σ' ένα στενό στο κέντρο. «Γεια σου. Καλές Γιορτές» του είπα. Με ευχαρίστησε και μου ανταπέδωσε την ευχή. Ούτε εγώ ούτε αυτός το πιστεύαμε ότι θα ΄ναι καλές οι γιορτές φέτος. 

18.12.11

the rainbow of her reasons

Μία κουβέντα τυπική ξεστόμισε αυτός.
Το ουράνιο τόξο των αιτιών της αποχρωματίστηκε.

8.12.11

Really, why not?

Απόσπασμα από την αγαπημένη μου τηλεοπτική σειρά Six Feet Under:


I'm just saying you only get one life.
There is no God, no rules, no judjments.
Except for those you accept or create for yourself.
And once it's over, it's over.
Dreamless sleep for ever and ever.
So why not be happy while you' re here?
Really, why not?

27.11.11

Ήμουν κι εγώ εδώ.

Είμαι φθαρτός. Είμαι τρωτός. Αν με κόψεις θα ματώσω. Ίσως και να κλάψω (εξαρτάται το κόψιμο). Αποσυντίθεμαι μέρα με τη μέρα. Τα κύτταρα μου άρχισαν να γερνάνε από τότε που έκλεισα τα 18 μου χρόνια περίπου. Γερνάω αργά. Πολύ αργά. Και βασανιστικά. Ξεπερνάω αρρώστιες, ιούς, πανδημίες, επιδημίες. Και χάνομαι. Κάπου στο δρόμο για την εύρεση της αλήθειας που αναζητώ. Είμαι εσύ. Είμαι αυτοί που σε μεγάλωσαν. Είμαι οι πρόγονοι αυτών που σε μεγάλωσαν. Είμαι ο πρόγονος αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο είμαι και ο απόγονος. Είμαι εγώ. Που περπατάω, αναπνέω, κοιμάμαι, ξυπνάω, τρώω, χέζω, γαμάω, σκέφτομαι,γράφω, μιλάω, νιώθω, ξεχνάω... και που ο ήλιος μου δίνει ζωή να ζω. Και ζω. Φθείρομαι όπως περνάει ο χρόνος. Ο άφθαρτος. Ο αιώνιος. Ο ανύπαρκτος. Μία μέρα θα κοιμηθώ και δεν θα ξυπνήσω. Θα κάνω έναν ύπνο αιώνιο, χωρίς όνειρα. Όμως και πάλι θα είμαι εδώ. Μέσα στο DNA σου. Κομμάτι σου. Αλήθεια σου. Ζωή σου. Εγώ που με ξέχασαν πολλοί και πολλοί με θυμούνται και ακόμη πιο πολλοί δε με γνώρισαν καν. Ήμουν κι εγώ εδώ. 

22.11.11

(It's not easy) Being green


It's not easy being green
Having to spend each day the color of the leaves
When I think it might be nicer being red or yellow or gold
Or something much more colourful like that

It's not easy being green
It seems you blend in with so many other ordinary things
And people tend to pass you over
Cause you're not standing out like flashy sparkles in the water
Or stars in the sky

But green is the color of Spring
And green can be cool and friendly-like
And green can be big like a mountain
Or important like a river
Or tall like a tree

When green is all there is to be
It could make you wonder why, but why wonder why?
Wonder, I am green and it'll do fine, it's beautiful
And i think it's what i want to be

8.11.11

Αλκυονίδες μέρες

Μπαίνει φως από κάπου. Βλέπω το μισό σου πρόσωπο που φωτίζεται. Κάθεσαι σταυροπόδι και με κοιτάς (μισό βλέμμα), μου γελάς (μισό χαμόγελο, σαρδόνιο), με ρωτάς για κάποιον κάτι. Δεν μετράει ποιος πονάει πιο πολύ και γιατί. Τώρα πάνε. Πέρασαν οι αλκυονίδες μέρες. Οι μέρες που ξεχνούσες κάτι και δε σε ένοιαζε, που τίποτα δεν ήταν όπως έπρεπε και δε σε ένοιαζε, που έχανες τον ύπνο σου και δε σε ένοιαζε, που τραγουδούσες δυνατά μες στο δρόμο και στο μπάνιο και δε σε ένοιαζε. Είναι αλήθεια πως όταν έχεις καλή παρέα ο χρόνος μετράει αλλιώς. Και τότε φαινόταν αιώνας και τώρα μετρώ δευτερόλεπτα. Θα ξανάρθουν όμως. Έχουν χρέος να ξανάρθουν. Κάθε χρόνο τις περιμένω. Τι κρίμα που κάθε φορά μόλις σταθώ αντιμέτωπος στα δύσκολα καταλαβαίνω ότι πέρασαν. Έτσι έμαθα να τις εκτιμάω.


29.10.11

Φοβάμαι την αλήθεια μου.


13.10.11

Εξυπνάδες

«Και τι ξέρεις εσύ για τη δική μου παιδική ηλικία; Διανοείσαι σε τι παλιόσπιτο μεγάλωσα, τι αθλιότητες έμαθα εκεί; Είναι κληρονομιά από άνωθεν, από ποιόν; Από τους πρωτόπλαστους έτσι λένε τα παιδικά βιβλία, κι έτσι πρέπει να είναι... Μην κατηγορείς εμένα λοιπόν, κι εγώ δε θα κατηγορήσω τους γονείς μου, που θα μπορούσαν να κατηγορήσουν τους δικούς τους, και πάει λέγοντας! Εξάλλου σε όλες τις οικογένειες τα ίδια συμβαίνουν, μόνο που απέξω δεν τα βλέπουμε.»

Όγκουστ Στρίντμπέργκ
Ο πελεκάνος

Έφτυνε. Μιλούσε κι έφτυνε. Έμενα μου φαινόταν να τα πιστεύει αυτά που λέει. Αν και κάποιοι είπαν ότι ήταν εξυπνάδες. Θα μπορούσε να ήταν όνομα για λουλούδι το Εξυπνάδα. Αν δεν σήμαινε αυτό που σημαίνει. Ένα λουλούδι που φυτρώνει στα κεφάλια των ανθρώπων και οι άνθρωποι το ποτίζουν καθημερινά με πείσμα και εγωισμό να μεγαλώσει και αυτό θεριεύει και τους κατακτά το φύλλωμα του βγαίνει από τις μύτες τα αυτιά και τα στόματα τους και φωτοσύνθετει. Συνθέτει περισσότερες εξυπνάδες και γεμίζει ο κόσμος εξυπνάκηδες.

23.9.11

Σιχαίνομαι που ο κόσμος καίγεται και κανείς δεν κάνει τίποτα.

Σιχαίομαι που δεν κάνω κι εγώ τίποτα.

Σιχαίνομαι που καταβάθος είμαι ρατσιστής.

Σιχαίνομαι που είμαι απολιτικοποιημένος.

Σιχαίνομαι που θα μάθω τόσο λίγα πράγματα.

Σιχαίνομαι που όλα τα κρύα σαντουϊτς έχουν μέσα ντομάτα γιατί σιχαίνομαι τη ντομάτα..

Σιχαίνομαι που δεν με καταλαβαίνουν.

Σιχαίνομαι που δυσκολεύομαι να καταλάβω.

Σιχαίνομαι που σιχαίνομαι τόσα πράγματα.

Σιχαίινομαι τις γραμμές του τετραδίου που σου δείχνουν που πρέπει να γράψεις.

Σιχαίνομαι που πλέον δε συγκινούμαι εύκολα.

Σιχαίνομαι που δεν μπορω να αποφύγω τα κατά συνθήκη ψεύδη.

Σιχαίνομαι που καμιά φορά προσπαθώ και δεν είναι αρκετό.

Σιχαίνομαι που δεν θα σταματήσω ποτέ να σιχαίνομαι και σιχαίνομαι να ξαναδιαβάσω όσα σιχαίνομαι.
 

10.9.11

Μετακομίζω

Βγήκα απ' το αμάξι και βρομούσα αμαξίλα. Βαθιά ανάσα. Δεν την ευχαριστήθηκα. Ρούφηξα καθαρό καυσαέριο. Περπατούσα προς το σπίτι και πεινούσα. Είχε ανοίξει η όρεξη μου για πολλά πράγματα. Για παρέα, για καφέ, για συμπόνια, για ζεστό σπιτικό φαΐ. Κυριακή σήμερα πάλι μπαγιάτικο ψωμί θα φάμε. Είχε πολύ αλεύρι το ψωμί. Πολύ αλεύρι. Το μπαγιάτικο. Έκοψα λίγο. Στην κουζίνα χιόνισε. Καπνός. Σκαρφαλώνει τους τοίχους, γαντζώνεται στις κουρτίνες, τους κάνει έρωτα και κουρνιάζει στο ταβάνι. Στοίβες περιοδικών. Περσινών, προπέρσινων πάντως όχι φετινών. Φέτος που καιρός να διαβάσεις περιοδικό; Στοίβες που φιλοδοξούν να γίνουν τοίχοι. Χάρτινοι, αλλά τοίχοι. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα χωρίζουν αλλά τοίχοι είναι κάτι θα χωρίζουν. Τις τελευταίες μέρες οι συγγενείς είναι σαν τη σκόνη, δεν μπορείς να τους ξεφορτωθείς. Ξεφυσάς που και που και αιωρούνται στον μολυσμένο αιθέρα του δωματίου μέχρι να κατακαθίσουν πάλι πάνω στο σύνθετο και στο σβέρκο σου.

Το πήρα απόφαση. Μετακομίζω.

7.9.11

Φέτος δεν ήρθαν οι μέδουσες.

(Ένας νεαρός. Περπατάει ανήσυχα μέσα στο σπίτι του. Το παίρνει απόφαση. Πηγαίνει στο τηλέφωνο, Σηκώνει το ακουστικό. Κάνει πως παίρνει έναν αριθμό. Περιμένει μερικά τουτ και_

Γειά. Ναι εγώ είμαι. (Τώρα θα της γκρινιάξω) Με ξέχασες. Σκεφτόμουν. Ξέρεις, όταν αρχίζω να σκέφτομαι τσαλακώνω τα σεντόνια μου από το πολύ στριφογύρισμα. Όχι αυτή τη φορά δεν θα γυρέψω νοσηλεία στα σινεμά και στα βιβλία. Γι' αυτό σε πήρα. 'Ημουν περαστικός. Απ' τη ζωή σου. Και όλοι μας είμαστε. Περνάμε αφήνουμε μια φωτογραφία (σε κάποιο άλμπουμ που αναμένεται να σκονιστεί) ή το στίγμα μας και ύστερα γινόμαστε ανάμνηση. Συνέχιζουμε το μοναχικό (ψιθυριστά) ταξίδι μας.

Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ οι δυό μας γι 'αυτα τα πράγματα. Πάντα βρισκόμασταν ανάμεσα σε οντότητες που καίγονταν να μιλήσουν για τους εαυτούς τους, όπως τότε που τρώγαμε στο γυάλινο τραπέζι και είχαμε πολλά κοινά. Αν ήμουν καπνιστής θα κάπνιζα τώρα που σου μιλάω. Η φωνή μου θα είχε μια αδύναμη δυναμικότητα. Πάφα-πούφα, πάφα πούφα. Θα ήμουν ευάλωτος σαν να βγήκα από σειρά του Παπακαλιάτη που όλοι αρνούνται ότι τη βλέπουν, αλλά κανείς δεν χάνει επεισόδιο.

Σκατούλες. Έχω βαρεθεί να δέχομαι άχρηστες πληροφορίες από όλες τις πηγές και ιδιαίτερα από την τηλεόραση.  Έχω βρει όμως το κόλπο. Ανοίγω το χαζο-πλάσμα πατάω το mute και κοιτάω τις φάτσες τους και ξεκαρδίζομαι γιατί όσο κι αν ζορίζονται ν' ακουστούν εγώ δεν ακούω λέξη!

Φέτος δεν ήρθαν οι μέδουσες στην παραλία που κάνω μπάνιο και αυτό είναι καλό γιατί γλίτωσα τα πιθανά τσιμπήματα αλλά σαν να έμεινε ανοικτή κάποια υπόθεση σαν να μην έκλεισε τον κύκλο της αυτή η εποχή. Κι εγώ γυρίσα στην πόλη και είμαι 18 παρά τέταρτο. Βλέπεις είμαι απ' τους τυχερούς που έχουν γενέθλια μετά το καλοκαίρι. Μέχρι της 22 λοιπόν είμαι ανήλικος. Είμαι ένας άστεγος που πέρασε στο πανεπιστήμιο. Μην είσαι περήφανη για μένα. Είναι νωρίς ακόμα. Κάτσε να βγω απ' τη σχολή, κάτσε να βρω δουλειά, κάτσε να βρώ γυναίκα, κάτσε να παντρευτώ, κατσε να κάνω παιδιά, κάτσε να βγω στη σύνταξη, κάτσε να γεράσω και μετά μπορείς να είσαι περήφανη για μένα. Ή και όχι. Μάλλον όχι.

Ξέρω ότι γίνομαι κουραστικός αλλά θέλω να τα πω. Ή εγώ δεν έχω νιώσει αρκετό πόνο ή οι άλλοι υπερβάλλουν. Η λογική θα απαιτούσε ως απάντηση το πρώτο όμως  δεν αντέχω άλλο να ακούω για πληγωμένες καρδιές. Όσο και να σ' έχει πονέσει κάποιος το αγκάθι το βγάζεις. Κι εμείς ερωτευτήκαμε αλλά δεν τρελαθήκαμε. Είναι σαν να βουλιάζεις σε κινούμενη άμμο και να 'χεις γύρω σου κλαδιά να πιαστείς κι εσυ να κάθεσε αμέριμνος. Εσύ είσαι που βουλιάζεις ρε γαμώτο όχι κανένας ξένος.

(
Τουτ-τουτ,
τουτ-τουτ
τουτ-τουτ.

τουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυτ.)





15.8.11

Προσ -περισσότερες- φορές

Οι φλέβες μου έτοιμες να βγουν απ' το δέρμα. Οι αισθήσεις μου βρίσκονταν σε έξαρση. Μύριζα περισσότερο (το ιδρωμένο σου κορμί), άγγιζα περισσότερο (τα λιγνά σου δάχτυλα), έβλεπα περισσότερο (ένα γραφικό τοπίο που είχες δει κι έμεινε από τότε στα μάτια σου τα πράσινα), γευόμουν περισσότερο (αν και το στόμα μου είχε ξεραθεί), (δεν άκουγα, δεν σε άκουγα που μου φώναζες 2 λέξεις πρωτάκουστες: «σε αγαπώ») άκουγα περισσότερο την πόρτα που έτριζε κάθε που φυσούσε το αεράκι που βγαίνει μετά το σούρουπο. Πως να έχεις την πόρτα κλειστή Αύγουστο μήνα; Και ξαφνικά θυμήθηκα πάλι τα εκπτωτικά κουπόνια που είχαν ξεμείνει στο συρτάρι της κουζίνας και τις καλοκαιρινές προσφορές που είχαν αρχίσει εδώ και καιρό. Γαμώτο, κι όλο έλεγα θα τα χρησιμοποιήσω.

Κάτι βράδια του Αυγούστου σαν κι' αυτά έχουν μια παράξενη μυρωδιά σαν φρεσκοβρεμμένο γρασίδι και καταλήγεις να ξαπλώνεις στην άμμο (γιατί απλά δεν μπορείς να μείνεις στο σπίτι). Καθώς βυθίζονται τα πόδια και τα χέρια μου στην άμμο, γυρνάς και μου ψιθυρίζεις κάτι πικάντικο στο αυτί κι εγώ εκείνη την ώρα κοιτάζω τον ουρανό και καταλαβαίνω ότι η γη γυρίζει. Σαν να φέρνει στα αυτιά μου ο αέρας εκείνο το τραγούδι που είχε σημαδέψει ένα απ' τα καλοκαίρια μου.


Κι έρχονται στο μυαλό μου τα παλιά, σαν όνειρα που είδα μες τη νύχτα και τα μισοθυμάμαι το επόμενο πρωί.

17.7.11

Επιτεύγματα

Δεν έχω μάθει όταν θέλω κάτι να απλώνω το χέρι μου και να το παίρνω και δε νομίζω ότι αυτό μαθαίνεται. Κι όσες φορές δοκίμασα να το κάνω μου φάγανε τα χέρια. Μερικοί. Τυχεροί. Ξέρουν να εκμεταλλεύονται αυτό που τους παρέχει η ζωή (και η ηλικία τους). Όμως κι αυτοί ακόμα, όταν οι επιθυμίες τους συμπίπτουν, μαζεύονται γύρω από τη λεία τους -όπως τα ζουζούνια γύρω απ' τη λάμπα- και τρώγονται μεταξύ τους. Πάει καιρός που νιώθω ότι δεν εκμεταλλεύτηκα σωστά την εφηβεία μου και φοβάμαι ότι αυτό δεν θα σταματήσει εδώ. Είναι οι ευκαιρίες που 'χω χάσει. Και είναι πολλές. Όπως λέει μια ολοκληρωμένη γυναίκα: «Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις.» Τι να πεις; Οι συγκυρίες. Έτσι ως τώρα έχω μετανιώσει για πολύ λίγα πράγματα αν και πάντα πίστευα ότι είναι μεγαλύτερο αγκάθι να μετανιώνεις για πράγματα που δεν έκανες. Πως ξαφνικά ν' αρχίσω να αρπάζω το μερίδιο μου από τη ζωή; Πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι πώς να ζήσω.

Το μετά με στοιχειώνει, που θα με στήσω στον τοίχο για να δω τι σκατά κατάφερα.


Ο Μπέρτραντ Ράσσελ είπε:

Ο μόνος τρόπος για ν' αντιμετωπίσουμε την πανανθρώπινη οίηση είναι να μην ξεχνούμε ποτέ πως ο άνθρωπος είναι ένα σύντομο επεισόδιο στη ζωή ενός μικρού πλανήτη που περιστρέφεται, μοναχικός και πεπερασμένος, σε μια μικρή γωνιά τού σύμπαντος.

...και με άρεσε.

3.7.11

Στα ρηχά

Κάθε μέρα και πιο πολλά. Μαθαίνω τελικά με τον καιρό ε; Από πάντα ήμουν καλός στη θέση αυτή:
να ακούω.
Μα όταν ερχόταν η ώρα να μιλήσω μάλλον αναμάσαγα κάτι από αυτά που άκουσα ή σιωπούσα. Δε μου έβγαινε. Θέλει ώθηση η φωνή για να βγει από μέσα σου. Μπορεί εσύ να την ακούς δυνατά μέσα στο κεφάλι σου αλλά γαμώτο είμαστε φτιαγμένοι με καλή ηχομόνωση.

Σκέψου.................................Μίλα.
Από τότε πού άκουσα το: «Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό.» σταμάτησα να μιλάω. Μένω εκεί να κάνω μακροβούτια στη σκέψη. Αλλά πάντα στα ρηχά. Στα βαθιά ζούνε τα μεγάλα ψάρια που θα με καταβροχθίσουν. Δε φοβάμαι για μένα, είμαι άνοστος. Φαίνομαι άλλωστε. Φοβάμαι για εκείνα, που θα τους κάτσω βαρύς.

Και με αυτή τη πάμφθηνη δικαιολογία κάθομαι και πλατσουρίζω στα (θολωμένα) ρηχά μου νερά. Και ζω υποκρινόμενος ότι στα ανοιχτά είναι που παραμονεύουν οι κίνδυνοι κι όχι εδώ που «πατώνουν» οι πολλοί και δήθεν αδιάφοροι. 
Στα ρηχά, παιδί μου. Στα ρηχά. 

24.6.11

Όταν μεγαλώσω θέλω τα γόνατά μου να είναι σκισμένα.

Γιατί όταν είσαι παιδί είσαι δικαιολογημένο. Σε ξελασπώνει η παιδική αθωότητα σου. Και να πασαλειφτείς με κρέμα, και να φτύσεις, και να πέσεις, και να ανοίξουν για άλλη μια φορά τα γόνατά σου, και να κατουρηθείς πάνω σου, και να κυλιστείς στο γρασίδι, και να τραβήξεις τα μαλλιά της αδερφής σου, και να ουρλιάξεις μέσα στο σούπερ μάρκετ, και να κλωτσήσεις τη γάτα, και να ξεχάσεις να  πεις ευχαριστώ, το πολύ πολύ να φας κάνα δυο ανάστροφες και καμιά ακόμη στο ποπουδάκι, παιδί είσαι δεν πειράζει.

Λες και μεγαλώνουμε ποτέ; Υπάρχουν στιγμές  που νιώθω τόσο μικρός, μικρός πολύ μικρός, μικρός και κοντός. Αισθάνομαι ότι θα περάσει κάποιος, δε θα με δει και θα με πατήσει Κάτι τέτοιες στιγμές ,συνήθως νύχτες, σκέφτομαι πως ανήκω σε λάθος κατηγορία. (κι αλλάζω τα σεντόνια μου.)


Κι όταν σήκωνα το κεφάλι ψηλά με ρωτούσαν: «Τι κοιτάς;» και αποκρινόμουν: «Τ' αστέρια» και έβλεπα τα φρύδια τους να κουνιούνται υποτιμητικά και να κατσουφιάζουν καθώς περίμεναν ν' ακούσουν για κάποιον που 'χε βγει με το σώβρακο στο μπαλκόνι ή για κάτι παιδιά του 1ου ορόφου που έκαναν σεξ με το φως ανοιχτό και οι σκιές τους έκαναν πάρτυ στην κουρτίνα.

«Μαμά αυτός βάζει τη μελισσούλα του στο λουλούδι της!»

14.6.11

Σελιδοδείκτης

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τον έχασα. Αυτόν, που πρόλαβε να με συντροφέψει σε ένα μόνο βιβλίο. Το θυμάμαι τον είχα βάλει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου που σκόπευα να διαβάσω. (Πόσο θα χάρηκε;) Μπήκα στο αυτοκίνητο και δεν πέρασαν περισσότερα από τέσσερα λεπτά και μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβω ότι λείπει. Αλλά ήταν πια αργά.

Ποιο πόδι θα τον πατήσει χωρίς δεύτερη σκέψη;
Ποιο παιδί θα τον πάρει στα χέρια του και θα τον τσαλακώσει ή θα τον σκίσει, χωρίς λόγο;
Ποια βροχή θα τον μουλιάσει και μοιραία θα τον αχρηστέψει;
Ποια περίπτωση υπάρχει να τον ξαναβρώ όταν γυρίσω;

Και αφού δεν άντεξα να συνεχίσω να διαβάζω για την «πλατωνική θεωρία των ιδεών»  έγειρα στο πλάι και αποκοιμήθηκα, ανάμεσα στις σακούλες που επέστρεφαν μαζί μου στο πίσω κάθισμα. Με ξύπνησε ένα γνώριμο τραγούδι που ξερνούσε το μισοχαλασμένο ραδιόφωνο, αν είχα κοιμηθεί  και καθόλου. Άνοιξα τα μάτια μου. Έβρεχε. Ένιωθα τον λαιμό μου στραβό, να περιμένει την επόμενη στροφή του δρόμου μπας και ισιώσει. Ξανακοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα είχαμε σχεδόν φτάσει σπίτι. Σε αυτήν την πόλη που όλα σου φαίνεται πως κάπου τα έχεις ξαναδεί.

Σε κάποιο όνειρο.
Σε κάποιο αρνητικό φιλμ.
Σε μια κορνίζα φιλικά στραμμένη προς τον εκάστοτε επισκέπτη.
Σε μια  αφίσα κολλημένη στη γυμνή βιτρίνα ενός μαγαζιού που δεν άντεξε και έκλεισε μια για πάντα.

31.5.11

Οπισθόφυλλο

Τι ζητάω; Ερωτήσεις ουσίας ζητάω. Τι νόημα έχει να δώσεις μια απάντηση για κάτι που είναι αυτονόητο; Είναι σαν να ζητάς χάμπουργκερ και να σε ρωτάνε αν θέλεις να βάλλουν μέσα μπιφτέκι.

Και καθόταν και τον κοιτούσε κατάματα. Περίμενε μήπως και  σκεφτεί από μόνος του την απάντηση. Και αυτός παραξενεύτηκε. «Γιατί με κοιτάς έτσι;» της είπε. «Σε ρώτησα κάτι. Δε θα μου απαντήσεις;»
«Τι ηλίθιος!» σκέφτηκε.
Δηλαδή πως θα μπορούσε να ήταν;
Δηλαδή πως θα μπορούσε να νιώθει;

Και φυσικά ύστερα από μια ερώτηση ουσίας ακολουθεί και μία απάντηση ουσίας
Αλλά ποια είναι τελικά η ουσία, και με τι είδους κριτήρια κρίνει κανείς το ουσιώδες από το επουσιώδες, το ανούσιο;

Γιατί προσπαθούμε να κάνουμε τους άλλους να σκεφτούν με τον τρόπο που σκεφτόμαστε εμείς; Και ενώ πάντα αποτυγχάνουμε, γιατί δε το βάζουμε κάτω. Τι είδους μαζοχιστικό παιχνίδι είναι αυτό;

Ξαναδιαβάζοντας αυτά που έγραψα μου φάνηκε σαν να διαβάζω το οπισθόφυλλο ενός από εκείνα τα βιβλία που υποτίθεται ότι γράφτηκαν από κάποιον ειδικό για το συγκεκριμένο θέμα και μέσα σ' αυτά αναζητάνε απαντήσεις οι απελπισμένοι. Όμως τελικά δεν τις βρίσκουν. Γιατί είναι εύκολο να θέσεις ένα ερώτημα (ουσιώδες ή μη) αλλά απαιτεί υπομονή και αναζήτηση να βρεις μια απάντηση που να σου ταιριάζει, η οποία δεν είναι γραμμένη σε κανένα βιβλίο, ούτε φυσικά στο ταβάνι του σπιτιού σου.

Σαν να μου έρχεται τώρα στο μυαλό μου εκείνο το βιβλίο που είχα αγοράσει πριν κάτι χρόνια:
Πώς να Αρχίζετε μια Συζήτηση και να Κάνετε Φίλους.
Τι ηλίθιος; Σκέφτηκα.

21.5.11

Εκεί ήσουν

Στεκόταν εκεί, μόλις που ακουμπούσε στην κολόνα του δρόμου, που η φθορά κοιμόταν επάνω της χρόνια τώρα, κι όμως ένιωθε ότι ήταν έτοιμη να τον πλακώσει. Και θα ήταν ίσως η σωτηρία γι' αυτόν. Το μυαλό του δεν περιπλανιόταν πουθενά, ήταν κι αυτό εκεί, δίπλα στην κολόνα, φθαρμένο κι αυτό. Η νύχτα ήταν δροσερή. Φυσούσε εκείνο το αεράκι που δεν ήταν όμως αρκετά δυνατό για να διώξει τα σύννεφα από το πρόσωπό του.

Χαμένος καθώς ήτανε, βαριά η ανάσα του, ξεψύχησε.

Χαμένος καθώς ήτανε, βαριά η ανάσα του, περπάτησε. Βαρύ το βήμα του. Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του. Χαμογέλασε. Πάντα μου έλεγε πόσο πολύ του αρέσει να περπατάει και να χάνεται, να μην ξέρει που βρίσκεται, να εξερευνεί το μέρος και να βρίσκει τρόπο να γυρίσει. Ναι να «εξερευνεί» έτσι ακριβώς μου το είχε πει. Αλλά που να γυρίσει; Δεν θυμόταν, δεν ήθελε να θυμάται, δεν ήθελε να ξεχάσει.

Χαμένος καθώς ήτανε βαριά η ανάσα του, περπάτησε. Βαρύ το βήμα του. Γονάτισε. Δεν πίστευε. Ποτέ δεν πίστεψε, εκείνη τη στιγμή όμως ήταν αδύναμος και άρχισε: «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά». Σκέφτηκε. Οι περισσότεροι «πιστοί» θα ξεχνούσαν να προσευχηθούν σε μια τέτοια στιγμή, απλά δε θα τους περνούσε απ' το μυαλό. Σταμάτησε. Δυο φώτα μακρινά τον τύφλωσαν. Νόμισε για μια στιγμή πως πέρασε στην άλλη όχθη.
 -Παππού εσύ είσαι; Τον βρήκαμε! Τον βρήκαμε!

10.4.11

Μην της το πεις εντάξει. θέλω να μείνει μεταξύ μας. εξάλλου δεν υπάρχει λόγος να το μάθει. αλήθεια δεν υπάρχει. αν το μάθει θα πεθάνω. είναι νομίζω το μόνο που τις κρατάω κρυφό. αλλά δε μπορώ να της το πω. δεν γίνεται. είναι πέρα απ' τις δυνάμεις μου να αντέξω την αντίδραση της. αν με βρίσει. αν με χτυπήσει. αν απλώς φύγει χωρίς να πει τίποτα. αν κλάψει μπροστά μου. τι θα πονέσει περισσότερο. δεν ξέρω. τι ζάλη Θεέ μου. είμαι έτοιμος να πέσω κάτω. κάποιος είπε πως όσα γράφει κανείς τον προσδιορίζουν. δεν είναι έτσι. υπάρχει και η φαντασία. το δικαίωμα να υποκριθείς κάποιον άλλο. ή μήπως αυτός ο άλλος είναι κομμάτι δικό σου. μπερδεύτηκα. στο θέμα μας. μην της μιλήσεις. θα γίνει χαμός. και δεν νομίζω πως θα θελήσει κανείς να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα. μη σου πω δεν υπάρχει καν η τρύπα. το φίδι θα μείνει στο σκοτάδι. δε το λυπάσαι και έμενα δε με λυπάσαι λένε δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην έχει λύση. ε αυτό το πρόβλημα δεν έχει λύση. τουλάχιστον όχι κάποια προφανή. τουλάχιστον όχι κάποια χωρίς απώλειες. τουλάχιστον όχι κάποια που να με βολεύει. τι επιφανειακός θα έλεγε. μην με προδώσεις. αυτό το μυστικό θέλω να το πάρεις στον τάφο σου. ή να γίνει στάχτη μαζί σου. θυμάμαι μου είχες πει πως θέλεις να σε αποτεφρώσουν παρ' το μαζί σου. καψ' το μαζί σου. αλλά μην το αποκαλύψεις. σε κανένα. όταν ένα μυστικό το γνωρίζουν πάνω από δυο παύει να είναι μυστικό. σε παρακαλώ.

21.2.11

Ενός λεπτού κραυγή

Ούρλιαζε, ούρλιαζε μ' όλη του τη δύναμη. Του είχε ανέβει όλο το αίμα στο κεφάλι και αυτός δε σταματούσε, ούρλιαζε. Τα μάγουλα του είχαν πάρει φωτιά και στα μάτια του φαινόταν δυο φλόγες να καίνε. Από τα αυτιά του έβγαιναν καπνοί που σε για κάποια φυλή Ινδιάνων θα σήμαιναν ένα όχι ιδιαίτερα χαρμόσυνο μήνυμα.

Και συνέχιζε δε σταματούσε. Με μια ανάσα μονάχα και ούρλιαζε ασταμάτητα για ένα ολόκληρο λεπτό. Κι εγώ καθόμουν και τον κοιτούσα από την απέναντι πλευρά. Ή μήπως αυτός κοιτούσε εμένα. Για μια στιγμή μπερδεύτηκα. Μήπως γι' αυτό ούρλιαζε; Επειδή δεν άντεχε αυτό που αντίκριζε;

Ναι.
Σίγουρα γι' αυτό ούρλιαζε. Και για να λέμε την αλήθεια κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα 'κανα. Δεν είναι δα και λίγο, να στέκεσαι απέναντι από τον μεγαλύτερο εχθρό σου. Λίγοι καταφέρνουν να παραμείνουν ψύχραιμοι αλλά κι αυτοί μη νομίζετε τα βράδια σφίγγουν δυνατά το μαξιλάρι μπροστά στο πρόσωπο τους -για να μην τους ακούσει κανείς-
και ουρλιάζουν.

Δεν ξέρω πιο από τα δύο είναι το καλύτερο. Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι η ανακούφιση που ένιωσα στο 61ο δευτερόλεπτο όταν ο τύπος (που κατά περίεργο τρόπο μου έμοιαζε πολύ) μου γύρισε την πλάτη και δίχως έχοντας κάτι άλλο να πει, έφυγε.
Έδρασα παρόμοια.