21.2.11

Ενός λεπτού κραυγή

Ούρλιαζε, ούρλιαζε μ' όλη του τη δύναμη. Του είχε ανέβει όλο το αίμα στο κεφάλι και αυτός δε σταματούσε, ούρλιαζε. Τα μάγουλα του είχαν πάρει φωτιά και στα μάτια του φαινόταν δυο φλόγες να καίνε. Από τα αυτιά του έβγαιναν καπνοί που σε για κάποια φυλή Ινδιάνων θα σήμαιναν ένα όχι ιδιαίτερα χαρμόσυνο μήνυμα.

Και συνέχιζε δε σταματούσε. Με μια ανάσα μονάχα και ούρλιαζε ασταμάτητα για ένα ολόκληρο λεπτό. Κι εγώ καθόμουν και τον κοιτούσα από την απέναντι πλευρά. Ή μήπως αυτός κοιτούσε εμένα. Για μια στιγμή μπερδεύτηκα. Μήπως γι' αυτό ούρλιαζε; Επειδή δεν άντεχε αυτό που αντίκριζε;

Ναι.
Σίγουρα γι' αυτό ούρλιαζε. Και για να λέμε την αλήθεια κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα 'κανα. Δεν είναι δα και λίγο, να στέκεσαι απέναντι από τον μεγαλύτερο εχθρό σου. Λίγοι καταφέρνουν να παραμείνουν ψύχραιμοι αλλά κι αυτοί μη νομίζετε τα βράδια σφίγγουν δυνατά το μαξιλάρι μπροστά στο πρόσωπο τους -για να μην τους ακούσει κανείς-
και ουρλιάζουν.

Δεν ξέρω πιο από τα δύο είναι το καλύτερο. Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι η ανακούφιση που ένιωσα στο 61ο δευτερόλεπτο όταν ο τύπος (που κατά περίεργο τρόπο μου έμοιαζε πολύ) μου γύρισε την πλάτη και δίχως έχοντας κάτι άλλο να πει, έφυγε.
Έδρασα παρόμοια.