23.9.11

Σιχαίνομαι που ο κόσμος καίγεται και κανείς δεν κάνει τίποτα.

Σιχαίομαι που δεν κάνω κι εγώ τίποτα.

Σιχαίνομαι που καταβάθος είμαι ρατσιστής.

Σιχαίνομαι που είμαι απολιτικοποιημένος.

Σιχαίνομαι που θα μάθω τόσο λίγα πράγματα.

Σιχαίνομαι που όλα τα κρύα σαντουϊτς έχουν μέσα ντομάτα γιατί σιχαίνομαι τη ντομάτα..

Σιχαίνομαι που δεν με καταλαβαίνουν.

Σιχαίνομαι που δυσκολεύομαι να καταλάβω.

Σιχαίνομαι που σιχαίνομαι τόσα πράγματα.

Σιχαίινομαι τις γραμμές του τετραδίου που σου δείχνουν που πρέπει να γράψεις.

Σιχαίνομαι που πλέον δε συγκινούμαι εύκολα.

Σιχαίνομαι που δεν μπορω να αποφύγω τα κατά συνθήκη ψεύδη.

Σιχαίνομαι που καμιά φορά προσπαθώ και δεν είναι αρκετό.

Σιχαίνομαι που δεν θα σταματήσω ποτέ να σιχαίνομαι και σιχαίνομαι να ξαναδιαβάσω όσα σιχαίνομαι.
 

10.9.11

Μετακομίζω

Βγήκα απ' το αμάξι και βρομούσα αμαξίλα. Βαθιά ανάσα. Δεν την ευχαριστήθηκα. Ρούφηξα καθαρό καυσαέριο. Περπατούσα προς το σπίτι και πεινούσα. Είχε ανοίξει η όρεξη μου για πολλά πράγματα. Για παρέα, για καφέ, για συμπόνια, για ζεστό σπιτικό φαΐ. Κυριακή σήμερα πάλι μπαγιάτικο ψωμί θα φάμε. Είχε πολύ αλεύρι το ψωμί. Πολύ αλεύρι. Το μπαγιάτικο. Έκοψα λίγο. Στην κουζίνα χιόνισε. Καπνός. Σκαρφαλώνει τους τοίχους, γαντζώνεται στις κουρτίνες, τους κάνει έρωτα και κουρνιάζει στο ταβάνι. Στοίβες περιοδικών. Περσινών, προπέρσινων πάντως όχι φετινών. Φέτος που καιρός να διαβάσεις περιοδικό; Στοίβες που φιλοδοξούν να γίνουν τοίχοι. Χάρτινοι, αλλά τοίχοι. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα χωρίζουν αλλά τοίχοι είναι κάτι θα χωρίζουν. Τις τελευταίες μέρες οι συγγενείς είναι σαν τη σκόνη, δεν μπορείς να τους ξεφορτωθείς. Ξεφυσάς που και που και αιωρούνται στον μολυσμένο αιθέρα του δωματίου μέχρι να κατακαθίσουν πάλι πάνω στο σύνθετο και στο σβέρκο σου.

Το πήρα απόφαση. Μετακομίζω.

7.9.11

Φέτος δεν ήρθαν οι μέδουσες.

(Ένας νεαρός. Περπατάει ανήσυχα μέσα στο σπίτι του. Το παίρνει απόφαση. Πηγαίνει στο τηλέφωνο, Σηκώνει το ακουστικό. Κάνει πως παίρνει έναν αριθμό. Περιμένει μερικά τουτ και_

Γειά. Ναι εγώ είμαι. (Τώρα θα της γκρινιάξω) Με ξέχασες. Σκεφτόμουν. Ξέρεις, όταν αρχίζω να σκέφτομαι τσαλακώνω τα σεντόνια μου από το πολύ στριφογύρισμα. Όχι αυτή τη φορά δεν θα γυρέψω νοσηλεία στα σινεμά και στα βιβλία. Γι' αυτό σε πήρα. 'Ημουν περαστικός. Απ' τη ζωή σου. Και όλοι μας είμαστε. Περνάμε αφήνουμε μια φωτογραφία (σε κάποιο άλμπουμ που αναμένεται να σκονιστεί) ή το στίγμα μας και ύστερα γινόμαστε ανάμνηση. Συνέχιζουμε το μοναχικό (ψιθυριστά) ταξίδι μας.

Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ οι δυό μας γι 'αυτα τα πράγματα. Πάντα βρισκόμασταν ανάμεσα σε οντότητες που καίγονταν να μιλήσουν για τους εαυτούς τους, όπως τότε που τρώγαμε στο γυάλινο τραπέζι και είχαμε πολλά κοινά. Αν ήμουν καπνιστής θα κάπνιζα τώρα που σου μιλάω. Η φωνή μου θα είχε μια αδύναμη δυναμικότητα. Πάφα-πούφα, πάφα πούφα. Θα ήμουν ευάλωτος σαν να βγήκα από σειρά του Παπακαλιάτη που όλοι αρνούνται ότι τη βλέπουν, αλλά κανείς δεν χάνει επεισόδιο.

Σκατούλες. Έχω βαρεθεί να δέχομαι άχρηστες πληροφορίες από όλες τις πηγές και ιδιαίτερα από την τηλεόραση.  Έχω βρει όμως το κόλπο. Ανοίγω το χαζο-πλάσμα πατάω το mute και κοιτάω τις φάτσες τους και ξεκαρδίζομαι γιατί όσο κι αν ζορίζονται ν' ακουστούν εγώ δεν ακούω λέξη!

Φέτος δεν ήρθαν οι μέδουσες στην παραλία που κάνω μπάνιο και αυτό είναι καλό γιατί γλίτωσα τα πιθανά τσιμπήματα αλλά σαν να έμεινε ανοικτή κάποια υπόθεση σαν να μην έκλεισε τον κύκλο της αυτή η εποχή. Κι εγώ γυρίσα στην πόλη και είμαι 18 παρά τέταρτο. Βλέπεις είμαι απ' τους τυχερούς που έχουν γενέθλια μετά το καλοκαίρι. Μέχρι της 22 λοιπόν είμαι ανήλικος. Είμαι ένας άστεγος που πέρασε στο πανεπιστήμιο. Μην είσαι περήφανη για μένα. Είναι νωρίς ακόμα. Κάτσε να βγω απ' τη σχολή, κάτσε να βρω δουλειά, κάτσε να βρώ γυναίκα, κάτσε να παντρευτώ, κατσε να κάνω παιδιά, κάτσε να βγω στη σύνταξη, κάτσε να γεράσω και μετά μπορείς να είσαι περήφανη για μένα. Ή και όχι. Μάλλον όχι.

Ξέρω ότι γίνομαι κουραστικός αλλά θέλω να τα πω. Ή εγώ δεν έχω νιώσει αρκετό πόνο ή οι άλλοι υπερβάλλουν. Η λογική θα απαιτούσε ως απάντηση το πρώτο όμως  δεν αντέχω άλλο να ακούω για πληγωμένες καρδιές. Όσο και να σ' έχει πονέσει κάποιος το αγκάθι το βγάζεις. Κι εμείς ερωτευτήκαμε αλλά δεν τρελαθήκαμε. Είναι σαν να βουλιάζεις σε κινούμενη άμμο και να 'χεις γύρω σου κλαδιά να πιαστείς κι εσυ να κάθεσε αμέριμνος. Εσύ είσαι που βουλιάζεις ρε γαμώτο όχι κανένας ξένος.

(
Τουτ-τουτ,
τουτ-τουτ
τουτ-τουτ.

τουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυτ.)