«Πρέπει να είμαστε αναίσθητοι για να είμαστε καλά αλλιώς δε γίνεται»
Ήρθε το καλοκαίρι και είπα να κάνω ένα μακροβούτι μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. Να μπει η θάλασσα μέσα μου, να μπω κι εγώ μέσα σ’ αυτή, εκεί που ανήκω.
Είπα να κάνω μία βόλτα στον ήλιο, και κάηκα.
Κάθισα στην ακροθαλασσιά να πετάω πέτρες και να χαλάω την ηρεμία της θάλασσας.
Κάποιος που τον ρώτησαν τη είναι η ζωή, είπε: «Βλέπεις όλα αυτά τα κυκλάκια που δημιουργούνται άμα πετάξεις μια πέτρα στο νερό; Υπέθεσε ότι η πέτρα είσαι εσύ, όσο μεγαλώνουν οι κύκλοι τόσο μεγαλώνεις κι εσύ, και όταν οι κύκλοι πια χαθούν τότε χάνεσαι κι εσύ, πας στον πάτο.»
Έπαιξα κιόλας.
Κολύμπησα στα βαθιά.
Κολύμπησα στα ρηχά.
Σταμάτησα να πάρω μια ανάσα τ’ ανασκελα.
Έτσι όπως έβλεπα από πάνω μου γαλάζιο, ήθελα απεγνωσμένα να κόψω και να φάω μια μπουκιά ουρανό.
Και οραματίστηκα ότι τα σύννεφα πήραν τη μορφή που εγώ ήθελα.
Και ύστερα έγιναν πραγματικά πέρα για πέρα.
Κι έτσι όπως ήμουν χαρούμενος στην πλάνη μου ήρθε ένα κύμα και με πλάκωσε.
Ξυπνά Βασίλη δεν είναι αληθινό αυτό που ζεις.
Δεν είναι παίξε γέλασε η ζωή, είναι αγώνας.
Η αλήθεια, όταν λέγεται, κάνει μερικές φορές όλα τα υπόλοιπα να μοιάζουν με ένα τεράστιο ψέμα.
Κι αν όλα αυτά ήταν ψέματα τότε τι κάνω εγώ εδώ, σκέφτηκα.
Ας γυρίσω πίσω, εκεί που όλα τα νιώθεις γερά στο πετσί σου. Στην πόλη.
Ξάπλωσα κάτω από μια κίτρινη ομπρέλα και κρύφτηκα απ’ τον ήλιο, μα το κρυφτό δε διήρκησε πολύ γιατί όλα στο φως βγαίνουνε κάποτε, και τότε, ακόμη και η σκιά τους μαρτυράει την αλήθεια.
Ήρθε το καλοκαίρι και είπα να κάνω ένα μακροβούτι μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. Να μπει η θάλασσα μέσα μου, να μπω κι εγώ μέσα σ’ αυτή, εκεί που ανήκω.
Είπα να κάνω μία βόλτα στον ήλιο, και κάηκα.
Κάθισα στην ακροθαλασσιά να πετάω πέτρες και να χαλάω την ηρεμία της θάλασσας.
Κάποιος που τον ρώτησαν τη είναι η ζωή, είπε: «Βλέπεις όλα αυτά τα κυκλάκια που δημιουργούνται άμα πετάξεις μια πέτρα στο νερό; Υπέθεσε ότι η πέτρα είσαι εσύ, όσο μεγαλώνουν οι κύκλοι τόσο μεγαλώνεις κι εσύ, και όταν οι κύκλοι πια χαθούν τότε χάνεσαι κι εσύ, πας στον πάτο.»
Έπαιξα κιόλας.
Κολύμπησα στα βαθιά.
Κολύμπησα στα ρηχά.
Σταμάτησα να πάρω μια ανάσα τ’ ανασκελα.
Έτσι όπως έβλεπα από πάνω μου γαλάζιο, ήθελα απεγνωσμένα να κόψω και να φάω μια μπουκιά ουρανό.
Και οραματίστηκα ότι τα σύννεφα πήραν τη μορφή που εγώ ήθελα.
Και ύστερα έγιναν πραγματικά πέρα για πέρα.
Κι έτσι όπως ήμουν χαρούμενος στην πλάνη μου ήρθε ένα κύμα και με πλάκωσε.
Ξυπνά Βασίλη δεν είναι αληθινό αυτό που ζεις.
Δεν είναι παίξε γέλασε η ζωή, είναι αγώνας.
Η αλήθεια, όταν λέγεται, κάνει μερικές φορές όλα τα υπόλοιπα να μοιάζουν με ένα τεράστιο ψέμα.
Κι αν όλα αυτά ήταν ψέματα τότε τι κάνω εγώ εδώ, σκέφτηκα.
Ας γυρίσω πίσω, εκεί που όλα τα νιώθεις γερά στο πετσί σου. Στην πόλη.
Ξάπλωσα κάτω από μια κίτρινη ομπρέλα και κρύφτηκα απ’ τον ήλιο, μα το κρυφτό δε διήρκησε πολύ γιατί όλα στο φως βγαίνουνε κάποτε, και τότε, ακόμη και η σκιά τους μαρτυράει την αλήθεια.