6.11.10

Ολα δείχνουν πως δεν είμαι καλά

Γράφω σε μιλιμετρέ χαρτί. Δεν είμαι καλά. (Σχεδόν) Κάθε πρωί ξυπνάω και φτιάχνω ένα ζεστό τσάι που τελικά καταλήγει στο νεροχύτη αφού δεν προλαβαίνω ποτέ να το πιώ. Με άδειο στομάχι και γεμάτο όνειρα κεφάλι πηγαίνω στο σχολείο. Ένα μπλοκ μιλιμετρέ αγόρασα στη μέχρι τώρα σχολική ζωή μου και ζήτημα να χρησιμοποίησα 7 φύλλα. Και από αυτά τα 3 ήταν αποτυχημένα σχήματα που πέταξα στα σκουπίδια. Άλλα πως αλλιώς θα μάθαινα; Τελευταία ώρα. Θα ορκιζόμουν ότι ακούω τα γουργουρητά των συμμαθητών μου και το δικό μου μαζί. Η φωνή του καθηγητή μοιάζει να έρχεται απ΄το υπερπέραν. 10 λεπτά. 10 λεπτά υπομονή και ύστερα το πότε θα φάω θα εξαρτάται μόνο απ' τον ΟΑΣΘ. 10 λεπτά υπομονή. 10 λεπτά χαμένα. Ποιος θα μου τα δανείσει όταν θα τα χρειάζομαι; Κι αυτά, και τα υπόλοιπα; Ίσως να μην τα χρειαστώ τελικά. Μάλλον δεν θα τα χρειαστώ. Επιτέλους σπίτι. Ουφ. ΦΑΙ! Γιαμ. Κάθομαι. Όλα το δείχνουν. Το κορίτσι του πίνακα μου γύρισε την πλάτη. Βγαίνω στο μπαλκόνι και καταλαβαίνω. Αλλάξαμε εποχή. Το ξεχασμένο ή σκουριασμένο ή χαλασμένο ποδήλατο πήρε την απόφαση ότι το μπαλκόνι θα είναι το σπίτι του από δω και μπρος. Οι ρόδες του έχουν ξεφουσκώσει. Και να το απελευθέρωνα από τα δεσμά του, και να το άφηνα να πάει εκεί, που θα πήγαινε; Αφού οι ρόδες του έχουν ξεφουσκώσει. Τόσα καλοκαίρια στο μπαλκόνι έχασε εντελώς το χρώμα του. Αυτό το υπέροχο... γαλάζιο; Μπα όχι. Άλλο χρώμα ήταν αλλά έχω τόσο καιρό να δω χρώματα που τα ξέχασα. Μια αποτυχημένη γραφική παράσταση στο όγδοο φύλλο μου θυμίζει πως πρέπει να στρωθώ στο διάβασμα. Το δωμάτιο μου είναι σαν να το χτύπησε βόμβα. Πέρασαν πολλές μέρες από την τελευταία φορά που ήρθε η καθαρίστρια. Παντού πεταμένα χαρτιά. Νέκρα. Με βλέπω στον καθρέφτη απέναντι να ουρλιάζω για να σπάσω την σιωπή. Τα χαρτιά είναι ακόμη εκεί. Αυτά δεν έφυγαν. Χρήσιμα και άχρηστα. Χρήσιμα γιατί; Τι χρησιμότητα μπορεί να έχει ένα χαρτί;