Ξυπνητήρι. Χτυπά. Δυνατά. Πολύ δυνατά. Αλλά εσύ. Το ακούς. Πιο δυνατά. Αναβολή. Πατάς. Και ξαναπατάς. Δειλά. Την ώρα κοιτάς. Τελικά. Ξυπνάς. Σηκώνεσαι. Γλιστράς. Και πέφτεις. Βρίζεις. Ξεσπάς. Πλένεσαι. Εσύ. Τα δόντια σου. Η μάπα σου. Η μέρα φαίνεται να έχει την αίσθηση καινούριας οδοντόβουρτσας. Ξεπλένεσαι. Εσύ. Η ομορφιά. Το στόμα σου. Αργείς να πας. Εκεί. Αργείς να πας εκεί που έχεις να πας. Βρίζεις. Δεν ξεσπάς. Τη γάτα κλωτσάς. Παίρνεις την τσάντα. Κλείνεις την πόρτα. Κλειδώνεις. Κατεβαίνεις. Σκαλιά. Και επίπεδα. Το κινητό! Ξεχνάς. Ανεβαίνεις. Σκαλιά. Όχι επίπεδα. Ξεκλειδώνεις. Τι ήρθες να κάνεις; Α, ναι. Κινητό. Λεφτά. Κλειδιά. Τροφή για τη γάτα. OK. Ξανά. Βγαίνεις. Κρύο έξω. Παγωνιά. Κρύο και μέσα. Θα αρρωστήσεις. Περπατάς. Γλήγορα (που έλεγε η γιαγιά σου. «Γρήγορα γιαγιά, όχι γλήγορα. Γρήγορα» Κι η γιαγιά: «Ααα, γλήγορα.») Περπατάς. Σπρώχνεις. Σκουντάς. Παραπατάς. Ποδοπατάς. Σε βρίζουν. Ξεσπούν. Απαντάς. Δεν ξεσπάς. Προχωράς. Εκεί που πας. Τα ακούς. Χοντρά. Αφού άργησες. Ή όχι. Δεν τα ακούς. Χάνεις όμως την αρχή από κάτι. Κι η αρχή είναι πολλά. Δεν λυγίζεις. Κοιτάς. Δε μιλάς. Ξεφυσάς. Μεσημέρι. Σπίτι γυρνάς. Πεινάς. Εικόνα: ψυγείο άδειο. Τώρα τι θα φας; Παραγγέλνεις. Ξεχνάς. Γαμώτο. Να τους πεις να βγάλουν την ντομάτα και το κρεμμύδι. Έρχεται. Ο ντελιβεράς. Αλλά εσύ έχεις ανάψει θερμοσίφωνα. Κάνεις μπάνιο. Τρως. Κρύωσε. Καναπές. Ξαπλώνεις. Ύπνος σε παίρνει. Βαθύς. Πτώμα ήσουνα. Ξυπνάς. 21:00. Ξαναπεινάς. Πάει η μέρα. Μένεις σπίτι. Κάνεις. Ότι προλαβαίνεις. Τηλέφωνο. Χτυπά. Δεν το σηκώνεις. Έχεις δουλειά. Επιμένει. Απαντάς. Τα παιδιά! Για ποτό στο CITY. Δεν μπορείς. Το κλείνεις. Γελάς. Όχι από χαρά. Βρίζεις. Δεν ξεσπάς. Τον καθρέφτη κοιτάς. Και τον σπας. Με το βλέμμα. Φτου! 7 χρόνια γρουσουζιά.
Εντάξει παιδιά που είναι η κάμερα;
Γυρνάω στο σπίτι εγώ. Σου χαμογελώ. Τον σπασμένο καθρέφτη. Κοιτώ. Αδιαφορώ. Δεν τα πιστεύω εγώ αυτά. Άκου 7 χρόνια γρουσουζιά. Αγκαλιά. Σε παίρνω. Σφιχτά. Με κρατάς. Ηρεμείς. Βρίζεις. Ξεσπάς. Εξηγείς. Σε κοιτώ. Με κοιτάς. «Να με βοηθάς.».