17.5.13

Ασφόδελος Λειμώνας

Χρόνια τώρα κυνηγάω το ανέκφραστο κι έφτασα να γίνω ανέκφραστος εγώ. Είμαι φτασμένος εγώ μη με βλέπεις τώρα που ξέπεσα. Είναι που τους τελευταίους μήνες με χαρακτηρίζει αυτή η διαρκής αμεταβλητότητα. Όλοι έχουν τις στιγμές τους.

Παντού συντροφικότητα. Παντού σχέσεις. Στενές. Δυνατές. Άθικτες. Και ανιδιοτέλεια πουθενά. Ανέκαθεν έβρισκα την γαλήνη στην απομόνωση αλλά όπως όλα τα πράγματα η γαλήνη από την παραφροσύνη διαχωρίζονται από μια λεπτή κλώστη την οποία είμαι στην εξέχουσα θέση να βλέπω.

Ένα βουητό πλανιέται στον αέρα όπου και να βρίσκομαι. κι όταν αρχίζεις να μεταφράζεις αυτό το βουητό στη δική σου γλώσσα λένε υπάρχει πρόβλημα. Το hang-out με παλιόφιλους βοηθάει. Καμιά φορά σε ρίχνει κιόλας αλλά στη συγκεκριμένη φάση βοηθάει. Είναι καλό να ζητάς βοήθεια όταν τη χρειάζεσαι. Αλλά είναι και φορές που λες άστο καλύτερα. Πόσο πολλά χάνεις αυτές τις φορές και πόσα λίγα κερδίζεις. Και πόσα λίγα κερδίζει γενικώς κανείς στη ζωή του, σε αντίθεση με το για πόσα παλεύει. Και προσπαθούν να σε πείσουν ότι γι' αυτά τα λίγα είναι που αξίζει να ζεις.

Ξόδευα τις μέρες μου να βλέπω ανθρώπους να ξυπνούν και να κοιμούνται και να ονειρεύονται. Να ονειρεύονται ότι με κέρδισαν. Όσο μπορεί να κερδίσει κανείς έναν άνθρωπο. Να ποθούν να τους δανείζω τις μέρες μου και να τις περνάμε από κοινού για να έχουν να γεμίζουν άλμπουμ με φωτογραφίες διακοπών και κενές σελίδες σε ημερολόγια. Τώρα ψάχνω να βρω που είναι το λάθος σε αυτό το συλλογισμό και ποια απ' τα σφάλματα μου είναι επακόλουθα αυτού του λάθους. Το θέμα είναι αν προλαβαίνω να τα διορθώσω ή αν θα τα πάρω μαζί μου στο αρχαιοελληνικό λιβάδι με τους ασφόδελους την αιώνια κατοικία των νεκρών.

Ζω κοντά σε πολλούς ίσως πάρα πολλούς μα μαζί με κανέναν. Τα αόρατα δάκρυα σχημάτισαν αυλάκια στο πρόσωπό μου και κάθε που βρέχει τα αυλάκια γεμίζουν και μοιάζει να κλαίω. Μα δεν κλαίω. Έπαψα να κλαίω. Δεν ωφελεί σε τίποτα πια. Κάποτε έκλαιγα μέχρι να ηρεμήσω τώρα δεν ωφελεί σε τίποτα πια. Μόνο βουρκώνω που και που για να αποδείξω στον εαυτό μου, που με αμφισβητεί, ότι ακόμα αισθάνομαι.