14.7.24

της Τετάρτης τη λαϊκή. πριν.

η κυρία που με είδε είδε τελικά περισσότερα απ' όσα έβλεπα. διαβάζοντας ακόμη μία φορά το έβδομο και τελευταίο μάθημα για το λόγο. σταμάτησε η κυρία. σκέψου. για να μου πει πως μάλλον αυτό που διαβάζω είναι πολύ ωραίο. και ότι διάλεξα ένα σωστό σημείο για να υπάρξω για λίγο. μου έδωσε η κυρία την υπόσταση που είχα χάσει. έτσι που με είδε με την πλάτη γυρισμένη. καθισμένο πλαγιαστά στη μέση της μέρας. στο πράσινο παγκάκι μου και κανενός άλλου. σταμάτησε η κυρία σκέψου. για να μου πει ότι καλά κάνω και κάνω αυτό που κάνω. και ότι παίρνω ενέργεια απ' τα φυτά τριγύρω. και γι' αυτό ίσως μπορώ και βυθίζομαι μέσα σ' αυτό το βιβλίο. και καλά κάνω. και καλά έκανες κι εσύ κυρία που σταμάτησες σκέψου. στη μέση της μέρας για να πεις σε ένα παιδί που καθόταν σε ένα παγκάκι μόνο του. με το βιβλίο του. και μόνο του. ότι έτσι κι έτσι. της έδωσα κι εγώ την ευχή μου και την κοιτούσα που έφευγε. κι έφυγα πια όταν έφυγε η κυρία. γιατί η στιγμή πέρασε. χάλασε. πως το λένε. μόλις μου είπε τι είδε. βλέποντας με. το είδα κι εγώ. και χάθηκε. όπως όλα τα πράγματα χάνονται όταν πέσει επάνω τους το κατάλληλο βλέμμα.