26.6.10

Όταν τρώς παγωτό μόνος το τρώς πιο γρήγορα

Έλα να πάμε μια βόλτα, να κάνουμε παρέα. Έλα να τα πούμε. Τι να πούμε; Τα νέα μας, τα παλιά μας, να συζητήσουμε βρε αδερφέ, να σκοτώσουμε την ώρα μας με αμπελοφιλοσοφίες. Βαριέσαι; Έλα τώρα, μη βαριέσαι. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας, άμα βαριέσαι από τώρα καλύτερα να πέσεις να πεθάνεις. Κάποιος είπε πως μια μεγάλη επιθυμία για θάνατο είναι ταυτόχρονα μια μεγάλη επιθυμία να ζήσεις μια άλλη ζωή από αυτή που ζεις. Είναι σαν ένα σκουριασμένο καμπανάκι κάπου σε ένα μακρινό καμπαναριό μέσα σου να χτυπάει για τελευταία φορά αφήνοντας έναν απόηχο απελπισίας… Άλλαξε… Άλλαξε. Μα τι συζήτηση ανοίξαμε τώρα; Εγώ σου ζήτησα μια βόλτα κι εσύ αρνήθηκες με την πιο άθλια κατάφαση: «Πολύ θα το ‘θελα αλλά πρέπει… …λυπάμαι» Κι εγώ τι πιο ευγενικό θα μπορούσα να κάνω παρά να συνεχίσω την παράνοια: «Δεν πειράζει, μια άλλη φορά («Αρκεί να μου το προτείνεις εσύ την άααλη φόρα» μου ‘ρθε να πω) Φίλε…»
Και πήγα μία βόλτα μόνος μου και πήρα ένα παγωτό να γλυκαθώ μπας και καταλαγιάσει το εγώ μου…

18.6.10

Πόσα μου έδωσες

Στεκόσουν εκεί. Σε κοίταζα και συλλογιζόμουν πόσα μου έδωσες. Μού είχες γυρισμένη την πλάτη πού ένιωθα ότι μπορώ να στηριχτώ πάνω της για όσο χρειαστεί. Δεν υπήρχε χρόνος, μόνο η αίσθηση ότι περνάει.

Με έκανε χαρούμενο που ήσουν έτσι. Έτσι όπως ήσουν, ίδια με τη διαφορετικότητα που έψαχνα. Γιατί είναι εύκολο να βρεις το διαφορετικό ανάμεσα στα όμοια, αλλά φαντάσου τη δυσκολία συναντάς όταν ψάχνεις στους διαφορετικούς το διαφορετικό για σένα.

Κράτησέ με σου λέγανε τα μάτια μου μα εσύ με καταράστηκες. Με καταράστηκες να βρίσκω στηρίγματα παντού να κρατηθώ αλλά να μη μου κάνουν. Να τα απορρίπτω. Χωρίς δοκιμή. Και πόνεσε.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έσκισα τα γόνατα μου. Είναι ευχαρίστηση όμως να τα σκίζω ακόμα. Νιώθω πιτσιρίκι. « Τι ανώριμος που είσαι» είπες κι εγώ αντιμίλησα χωρίς να θέλω να προσβάλω βέβαια την κρίση σου, αλλά έπρεπε. «Είναι καλό που το ακούω αυτό από σένα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να ωριμάζεις. Να μαθαίνεις από τις μαλακιίες σου. Μπορεί να μην είμαι ακόμα αρκετά ώριμος αλλά δεν είμαι στάσιμος, εξελίσσομαι, μεγαλώνω. Θα μάθω με τον καιρό ».

Πήρα και δύναμη, όταν με άφησες αδύναμο στην άκρη του γκρεμού. Πήρα τη δύναμη από σένα και είπα θα πηδήξω. Όχι ότι είχε ρέμα απ’ την άλλη, απλά γνωρίζω ότι αυτός που γυροφέρνει τα βράδια στο παρελθόν του, τον τρώει πιο γρήγορα η μαρμάγκα από αυτόν που με ένα σάλτο πηδάει στο γκρεμό και χάνεται. Γιατί ο δεύτερος κερδίζει μερικά δευτερόλεπτα ακόμη απ’ το παρόν κι είναι όλα δικά του για να κάνει σχέδια για το μακραίωνο μέλλον που το περιμένει.

Μου έμαθες να είμαι ρεαλιστής, όσο κι αν πονάει η κόρη του ματιού αυτού που βλέπει την πραγματικότητα όπως είναι, και τη γεύεται ωμή. Τα ήθελε κι εμένα ο κώλος μου όμως. Επιθυμούσα να λέω τα πράγματα με το όνομα τους και έφτασα στο σημείο να ξεχάσω το δικό μου όνομα. Ήσουν εκεί να με φωνάξεις. Και το θυμήθηκα.

Μου δίδαξες πώς να παίρνω αυτό που θέλω. « Δώσε στον άλλο αυτό που θέλει και παρ’ του ό,τι έχεις ανάγκη εσύ ». Κι αν αυτό που θέλει ο άλλος το θέλω κι εγώ; Είπα. « Τότε ψάχνεις αλλού να το βρεις ». Με έκανες να νιώσω τη δύναμη της αγάπης. Εγώ σ’ αγάπησα κι εσύ μου έριξες μπουνιά στο στέρνο και ήταν λες και μου τελείωσε η φιάλη οξυγόνου. Αλλά και πάλι ήσουν εκεί για να μου πεις: « Πρέπει πέρα απ’ την ανάγκη σου να δεις αυτό που ψάχνεις για να βρεις ».

Μου φόρτωσες μια μέρα τη ζωή σου στη σχολική μου ακόμη τσάντα και είπες: « Πάρε με μαζί σου ». 2 ώρες αργότερα κατάλαβα πώς να μη γίνομαι βάρος στους άλλους. Και κατέβηκες.

-Σου αγόρασα γυαλιά μυωπίας.
-Α! ευχαριστώ.
-Καλοφόρετα.
Μα δεν είχα μυωπία και το ήξερε, αλλά την εμπιστεύτηκα είπα από μέσα μου «Θα είναι ένα από τα πολλά που θέλει να μου δώσει». Τα φόρεσα και βγήκα μια βόλτα όλα έμοιαζαν διαφορετικά, πολύ διαφορετικά κι όμως ήταν τα ίδια. Άρχισα να ζαλίζομαι, όλα ήταν ίδια, το μόνο που είχε αλλάξει ήταν ότι έβλεπα μέσα από δυο φακούς. Γύρισα σπίτι. Τα έβγαλα. Κάθισα στον καναπέ και σκέφτηκα πως ο καθένας μας βλέπει τη δική του πραγματικότητα, τυχαίνει όμως που και που αυτές, οι πολλές, οι διασκορπισμένες παντού, να συνδέονται και μας δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι ζούμε σε έναν κοινό κόσμο.

Με τόσα που μου έδωσες συνειδητοποίησα ότι ποτέ δε θα καταφέρω να τα αποτυπώσω όλα στο χαρτί. Και κατέρρευσα. Είπα από μέσα μου: « Γιατί όχι ρε γαμώτο; ». Πήρα πολλά από σένα. Το νιώθω κάθε φορά που μου αποκαλύπτεις κομμάτι κομμάτι τον εαυτό σου όμως δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξω ότι όλα αυτά τα έχω. Και μήπως τελικά δεν τα έχω; Μήπως δεν μου τα έδωσες; Μήπως τα πήρα από μόνος μου; Σε χρησιμοποίησα. Είμαι πολύ μεγάλο γουρούνι τελικά.
Σταμάτα φώναξες μια φορά ,ενώ ήμουν βυθισμένος στο όνειρο, πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς.