31.5.11

Οπισθόφυλλο

Τι ζητάω; Ερωτήσεις ουσίας ζητάω. Τι νόημα έχει να δώσεις μια απάντηση για κάτι που είναι αυτονόητο; Είναι σαν να ζητάς χάμπουργκερ και να σε ρωτάνε αν θέλεις να βάλλουν μέσα μπιφτέκι.

Και καθόταν και τον κοιτούσε κατάματα. Περίμενε μήπως και  σκεφτεί από μόνος του την απάντηση. Και αυτός παραξενεύτηκε. «Γιατί με κοιτάς έτσι;» της είπε. «Σε ρώτησα κάτι. Δε θα μου απαντήσεις;»
«Τι ηλίθιος!» σκέφτηκε.
Δηλαδή πως θα μπορούσε να ήταν;
Δηλαδή πως θα μπορούσε να νιώθει;

Και φυσικά ύστερα από μια ερώτηση ουσίας ακολουθεί και μία απάντηση ουσίας
Αλλά ποια είναι τελικά η ουσία, και με τι είδους κριτήρια κρίνει κανείς το ουσιώδες από το επουσιώδες, το ανούσιο;

Γιατί προσπαθούμε να κάνουμε τους άλλους να σκεφτούν με τον τρόπο που σκεφτόμαστε εμείς; Και ενώ πάντα αποτυγχάνουμε, γιατί δε το βάζουμε κάτω. Τι είδους μαζοχιστικό παιχνίδι είναι αυτό;

Ξαναδιαβάζοντας αυτά που έγραψα μου φάνηκε σαν να διαβάζω το οπισθόφυλλο ενός από εκείνα τα βιβλία που υποτίθεται ότι γράφτηκαν από κάποιον ειδικό για το συγκεκριμένο θέμα και μέσα σ' αυτά αναζητάνε απαντήσεις οι απελπισμένοι. Όμως τελικά δεν τις βρίσκουν. Γιατί είναι εύκολο να θέσεις ένα ερώτημα (ουσιώδες ή μη) αλλά απαιτεί υπομονή και αναζήτηση να βρεις μια απάντηση που να σου ταιριάζει, η οποία δεν είναι γραμμένη σε κανένα βιβλίο, ούτε φυσικά στο ταβάνι του σπιτιού σου.

Σαν να μου έρχεται τώρα στο μυαλό μου εκείνο το βιβλίο που είχα αγοράσει πριν κάτι χρόνια:
Πώς να Αρχίζετε μια Συζήτηση και να Κάνετε Φίλους.
Τι ηλίθιος; Σκέφτηκα.

21.5.11

Εκεί ήσουν

Στεκόταν εκεί, μόλις που ακουμπούσε στην κολόνα του δρόμου, που η φθορά κοιμόταν επάνω της χρόνια τώρα, κι όμως ένιωθε ότι ήταν έτοιμη να τον πλακώσει. Και θα ήταν ίσως η σωτηρία γι' αυτόν. Το μυαλό του δεν περιπλανιόταν πουθενά, ήταν κι αυτό εκεί, δίπλα στην κολόνα, φθαρμένο κι αυτό. Η νύχτα ήταν δροσερή. Φυσούσε εκείνο το αεράκι που δεν ήταν όμως αρκετά δυνατό για να διώξει τα σύννεφα από το πρόσωπό του.

Χαμένος καθώς ήτανε, βαριά η ανάσα του, ξεψύχησε.

Χαμένος καθώς ήτανε, βαριά η ανάσα του, περπάτησε. Βαρύ το βήμα του. Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του. Χαμογέλασε. Πάντα μου έλεγε πόσο πολύ του αρέσει να περπατάει και να χάνεται, να μην ξέρει που βρίσκεται, να εξερευνεί το μέρος και να βρίσκει τρόπο να γυρίσει. Ναι να «εξερευνεί» έτσι ακριβώς μου το είχε πει. Αλλά που να γυρίσει; Δεν θυμόταν, δεν ήθελε να θυμάται, δεν ήθελε να ξεχάσει.

Χαμένος καθώς ήτανε βαριά η ανάσα του, περπάτησε. Βαρύ το βήμα του. Γονάτισε. Δεν πίστευε. Ποτέ δεν πίστεψε, εκείνη τη στιγμή όμως ήταν αδύναμος και άρχισε: «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά». Σκέφτηκε. Οι περισσότεροι «πιστοί» θα ξεχνούσαν να προσευχηθούν σε μια τέτοια στιγμή, απλά δε θα τους περνούσε απ' το μυαλό. Σταμάτησε. Δυο φώτα μακρινά τον τύφλωσαν. Νόμισε για μια στιγμή πως πέρασε στην άλλη όχθη.
 -Παππού εσύ είσαι; Τον βρήκαμε! Τον βρήκαμε!