14.6.11

Σελιδοδείκτης

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τον έχασα. Αυτόν, που πρόλαβε να με συντροφέψει σε ένα μόνο βιβλίο. Το θυμάμαι τον είχα βάλει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου που σκόπευα να διαβάσω. (Πόσο θα χάρηκε;) Μπήκα στο αυτοκίνητο και δεν πέρασαν περισσότερα από τέσσερα λεπτά και μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβω ότι λείπει. Αλλά ήταν πια αργά.

Ποιο πόδι θα τον πατήσει χωρίς δεύτερη σκέψη;
Ποιο παιδί θα τον πάρει στα χέρια του και θα τον τσαλακώσει ή θα τον σκίσει, χωρίς λόγο;
Ποια βροχή θα τον μουλιάσει και μοιραία θα τον αχρηστέψει;
Ποια περίπτωση υπάρχει να τον ξαναβρώ όταν γυρίσω;

Και αφού δεν άντεξα να συνεχίσω να διαβάζω για την «πλατωνική θεωρία των ιδεών»  έγειρα στο πλάι και αποκοιμήθηκα, ανάμεσα στις σακούλες που επέστρεφαν μαζί μου στο πίσω κάθισμα. Με ξύπνησε ένα γνώριμο τραγούδι που ξερνούσε το μισοχαλασμένο ραδιόφωνο, αν είχα κοιμηθεί  και καθόλου. Άνοιξα τα μάτια μου. Έβρεχε. Ένιωθα τον λαιμό μου στραβό, να περιμένει την επόμενη στροφή του δρόμου μπας και ισιώσει. Ξανακοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα είχαμε σχεδόν φτάσει σπίτι. Σε αυτήν την πόλη που όλα σου φαίνεται πως κάπου τα έχεις ξαναδεί.

Σε κάποιο όνειρο.
Σε κάποιο αρνητικό φιλμ.
Σε μια κορνίζα φιλικά στραμμένη προς τον εκάστοτε επισκέπτη.
Σε μια  αφίσα κολλημένη στη γυμνή βιτρίνα ενός μαγαζιού που δεν άντεξε και έκλεισε μια για πάντα.