24.10.13

στο μεταίχμιο


έχω χάσει διαπαντός. τη συναίσθηση.
και τη σκέτη αίσθηση. αδυνατώ να συλλαβίσω τις λέξεις μου. έχω νιώσει τόσες φορές αυτό το απεχθές μούδιασμα τον τελευταίο καιρό, που έχουν συμπιεστεί οι νευρικές απολήξεις των χεριών μου και δυσκολεύονται τα δάχτυλα μου να πατήσουν τα σωστά πλήκτρα. παραδίνομαι στην γλυκιά μου παράλυση.
και το απολαμβάνω.
και περνάει καιρός.
και οι γαλλικές ταινίες ακόμα τελειώνουν δίχως να σου προσφέρουν κάθαρση.
και περιμένω την ατάκα που θα με σώσει. απ' τις πιο αναπάντεχες συμπτώσεις.
και μεγαλώνοντας μαθαίνω πώς οι όμορφες οικογένειες όμορφα καίγονται. είναι παραπλανητικές οι βιτρίνες. τα λόγια με κάνουν να ανατριχιάζω. όχι, τα οποιαδήποτε.
είναι η ζωή.
και είναι και ο θάνατος.
και εγώ βρίσκομαι στο μεταίχμιο.
οι παρανυχίδες μου είναι περισσότερες απ' τα δάχτυλα μου. καλά θα ήταν να μπορούσα να τα φάω. να τραγανίσω τις αρθρώσεις τους να μην μπορώ επιτέλους πια να γράφω. και να μάθω να μιλάω. -πριν αποκτήσω μαύρο μπαστούνι με γυριστή λαβή και 3 καρό σώβρακα στην τιμή του ενός.-  να μιλάω για αυτά.
και για εκείνα.
και ίσως και για εκείνα που δεν.
και για το κενό. μέσα.
και γύρω. είναι μεγάλο το κενό.
και πως να το ορίσω;

είναι λες και έχασα τη δυνατότητα να σκεφτώ οτιδήποτε σύνθετο.
δηλαδή, οτιδήποτε


γίνεται να βγεις απ' τη ζωή σου όπως βγαίνεις απ' το σπίτι σου στο δρόμο;

25.8.13

ξυποληταρία


κάποτε μου είπαν ότι θα δω ηλιοβασιλέματα διαφορετικά από τους άλλους. κι εγώ έτρεξα ξοπίσω απ' το πρώτο ηλιοβασίλεμα που βρήκα και τελικά ξέμεινα σε ένα ακρογιάλι όπου ο ήλιος μονάχα ξημερώνει. για ποιον θα γράφω τώρα που με εγκατέλειψα(ν); με έχω παρατήσει σαν ένα παλιό ζευγάρι παπούτσια σε ένα μπαλκόνι δίχως τέντα να παλιώνω με τη βροχή και τον ήλιο. τουλάχιστον έχω φρέσκο αέρα. έτσι παρατείνεται η ζωή μου. με τη δροσιά του ανέμου που περνάει κάτω απ' τις σόλες μου και με ανυψώνει. μόνο φοβάμαι μην ξεφύγω απ' τα κάγκελα και βρεθώ στο δρόμο. ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια. στιγμή ευτυχίας για το ξυπόλητο γυφτάκι που θα με φορέσει. μήπως και όλοι εσείς που με φορέσατε ξυπόλητοι δεν ήσασταν; ξυπόλητοι και τυχεροί μέσα στην ατυχία σας. αναμένω τη στιγμή που θα έχετε πεθάνει όλοι. τότε θα μπορέσω επιτέλους να γράψω ελεύθερα όλα όσα πέρασα κάτω απ' τη σαρκοβόρα θαλπωρή σας. αλλά εσάς τι θα σας νοιάζει; αφού θα κολυμπάτε στο χώμα και θα ακούτε το αιωνία η μνήμη. γαμώτο μου ούτε μια γαμοεκδίκηση δεν μπορώ να πάρω σωστά. κύριε δικαστά, κύριοι ένορκοι. τι να πω; είμαι από τους ανθρώπους που ζουλάνε το σωληνάριο της οδοντόκρεμας μέχρι τέλους. δικάστε με.




19.7.13

Παρείσφρηση.

Γυρίζω στο πατρικό μου. Πτώμα απ' το ταξίδι. Τα πράγματα στο δωμάτιο μου είναι όπως ακριβώς τα άφησα και κάνω μπάνιο με παντεν για τέλειες μπούκλες. Ξεφτιλίκι. Πόσο μπαμ κάνει ότι δεν ζω πια εδώ;  Αλλά έτσι είναι. Την έχω πάρει πρέφα εγώ τη ζωή μου. Θα τη φάω όλη σκοντάφτοντας πάνω σε βαλίτσες γεμάτες ρούχα και βιβλία. Αυτό.

Έκανα βλέπεις τη μαλακία και έφτιαξα τα όνειρα μου γυάλινα για να είναι γυαλιστερά και να λαμποκοπούν και τώρα τα μαζεύω με σκούπα και φαράσι γιατί γίνανε θρύψαλα. Το ξύλο είναι το υλικό της ευτυχίας. Μπορεί να φθείρεται, αλλά όσο κι αν το κόψεις -και πριονίδι να μείνει που λέει ο λόγος- θα έχεις κομματάκια ευτυχίας που μπορείς να τα ρίξεις τουλάχιστον στο τζάκι της ψυχής σου να τη ζεστάνεις λιγάκι. Τα σπασμένα γυαλιά όμως, μόνο ανακύκλωση μπορείς να τα κάνεις και τα ανακυκλωμένα όνειρα βουλιάζουν σαν χάρτινες βαρκούλες στην μπανιέρα. Τελικά, τα καταπίνεις να μην δουν οι άλλοι τη ζημιά και γεμίζει το μέσα σου με ένα σωρό πληγές απ΄τα κοψίματα. Βρε δεν πάνε όλα στο διάολο. Δεν ήρθε η ώρα μου εμένα. Έχω μπόλικα ψωμιά να φάω και όνειρα να σπάσω ακόμα.

Κάπως έτσι παρεισέφρησα στην παλιά μου ζωή και αυτό το καλοκαίρι και κάθε επόμενο, όλο και περισσότερο θα μοιάζω με εισβολέα (ή επισκέπτη δεν ξεχωρίζω πιο είναι χειρότερο).

18.6.13

Είναι φορές που θέλω με κόψω σε κομμάτια και να με φάω.

14.6.13

Εξόφληση.


Τα κουνούπια δε μετανάστευσαν φέτος. Χώμα και ζέστη. Αυτό θέλουν. Γιατί να φύγουν; Εγώ γιατί έφυγα; Άφησα τη βάση μου και κινδυνεύω να τη χάσω. Αν δεν την έχασα ήδη δηλαδή. Είναι μεγάλη πλάνη να νομίζεις ότι οι βάσεις είναι σταθερές. Χωρίς εσένα οι βάσεις σου διαλύονται σαν παλάτια στην άμμο.

Μείναμε τώρα οι δύο μας. Εμείς και τα κουνούπια. Επιτέλους. Μα τώρα δεν θέλω πια να σου πω τίποτα. Τότε που ήθελα, έκανες πως κοιτούσες αλλού. Τώρα το κατάλαβα ότι εμένα κοιτούσες με την άκρη του ματιού σου. Δεν θέλω να πω τίποτα σε κανέναν. Βαρέθηκα να εξηγώ και να εξηγώ και να εξηγώ. Να βάλουν και λιγάκι το ξερό τους να δουλέψει. Κουράστηκα. Δεν μ' αρέσει που το λέω, αλλά αυτό νιώθω. Και το λέω.

Απλά εκλείπουν αυτές οι αβίαστες συζητήσεις που είχαμε κάποτε. Μας ένοιαζε τόσο να μιλήσουμε, να πούμε τη γνώμη μας να εξηγήσουμε γιατί εμείς το βλέπουμε μαύρο με άσπρες ρίγες ενώ αυτοί άσπρο με μαύρες ρίγες. Βιαστήκαμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο με τις θεωρίες μας και τώρα ο κόσμος δεν μας χωράει. Έχουμε ξεπεράσει το στάδιο του κυνισμού για τα πάντα. Κάναμε το βήμα  και τώρα είναι όλα αδιάφορα. Κι ενώ υπάρχουν τόσα μέρη που δεν έχουμε δει, και τόσοι που δεν έχουμε γνωρίσει, είναι σαν να μην μας εκπλήσσει τίποτα πλέον. Ό,τι καινούριο και διαφορετικό ζούμε το φιλτράρουμε μέσα από το τενεκεδένιο αντικολλητικό καλούπι της σκέψης μας και στο τέλος βγαίνει άδειο και στεγνό σαν σουφλέ σοκολάτας που παραψήθηκε. Και φαίνονται όλα άσχημα σαν τον πίνακα που ζωγράφισες σήμερα το πρωί. Πόσος καιρός πάει που σου ζήτησα να ζωγραφίσεις ένα άφυλλο δέντρο στον τοίχο της κουζίνας;

Κάποιος είπε «Είσαι αυτό που αγαπάς, όχι αυτό που σ'αγαπάει.» Με σκάλωσε αυτός ο κάποιος.
Μάταια προσπαθώ να το αναλύσω. Δεν αναλύεται άλλο. Τελειώνει εκεί ακριβώς στην τελεία. Γιατί τις άφηνα να περνάν απαρατήρητες τις τελείες; Ήταν πάντα εκεί κι εγώ έκανα πως δεν τις έβλεπα.
Έτσι για να έχω να σου λέω και να έχουμε να αναλύουμε. Και τώρα τι μας έμεινε; Ένας μισθός που δεν μας φτάνει για να φάμε, οπότε καλύτερα που τον ξοδεύουμε στα ποτά στο μπαράκι που δεν
συχνά-ζούμε.
Και ακόμη πιο συχνά-δεν-ζούμε.

Κομματάκι νωρίς δεν ξοφλήσαμε;

3.6.13

Παραδόξως,


ηταν ωραία. Τότε που η αγαπημένη μου ασχολία τα καλοκαίρια ήταν να μαζεύω πεταμένα καπάκια απ' την παραλία. Τόσα χρόνια μετά. Στην ίδια παραλία. Άλλοι μαζεύουν τώρα τα καπάκια κι εγώ παλεύω να ανάψω τσιγάρο με σπίρτα ενώ έξω φυσάει τρελά. Αλλά έτσι έχω μάθει. Να έχω υπομονή και να επιμένω. Κι ας λένε κάποιοι ότι χάνω τον καιρό μου. Ούτως ή άλλως καιρό δεν έχω για να τον χάσω. Υποχρεώθηκα να έρθω εδώ που είμαι. Στον κόσμο μου ο χρόνος δεν υπάρχει. Είναι αμοιβαίες ανταλλαγές στιγμών που κάνουν άθροισμα μηδέν κι έτσι αδυνατεί να υπάρξει αυτό που εσείς καλείτε χρονική διάρκεια. Δανεικό αέρα αναπνέω. Και όλοι μας. Είμαστε παράδοξα και παλεύουμε με τα λογικά μας αδιέξοδα για να καταλήξουμε στην ανυπαρξία.

17.5.13

Ασφόδελος Λειμώνας

Χρόνια τώρα κυνηγάω το ανέκφραστο κι έφτασα να γίνω ανέκφραστος εγώ. Είμαι φτασμένος εγώ μη με βλέπεις τώρα που ξέπεσα. Είναι που τους τελευταίους μήνες με χαρακτηρίζει αυτή η διαρκής αμεταβλητότητα. Όλοι έχουν τις στιγμές τους.

Παντού συντροφικότητα. Παντού σχέσεις. Στενές. Δυνατές. Άθικτες. Και ανιδιοτέλεια πουθενά. Ανέκαθεν έβρισκα την γαλήνη στην απομόνωση αλλά όπως όλα τα πράγματα η γαλήνη από την παραφροσύνη διαχωρίζονται από μια λεπτή κλώστη την οποία είμαι στην εξέχουσα θέση να βλέπω.

Ένα βουητό πλανιέται στον αέρα όπου και να βρίσκομαι. κι όταν αρχίζεις να μεταφράζεις αυτό το βουητό στη δική σου γλώσσα λένε υπάρχει πρόβλημα. Το hang-out με παλιόφιλους βοηθάει. Καμιά φορά σε ρίχνει κιόλας αλλά στη συγκεκριμένη φάση βοηθάει. Είναι καλό να ζητάς βοήθεια όταν τη χρειάζεσαι. Αλλά είναι και φορές που λες άστο καλύτερα. Πόσο πολλά χάνεις αυτές τις φορές και πόσα λίγα κερδίζεις. Και πόσα λίγα κερδίζει γενικώς κανείς στη ζωή του, σε αντίθεση με το για πόσα παλεύει. Και προσπαθούν να σε πείσουν ότι γι' αυτά τα λίγα είναι που αξίζει να ζεις.

Ξόδευα τις μέρες μου να βλέπω ανθρώπους να ξυπνούν και να κοιμούνται και να ονειρεύονται. Να ονειρεύονται ότι με κέρδισαν. Όσο μπορεί να κερδίσει κανείς έναν άνθρωπο. Να ποθούν να τους δανείζω τις μέρες μου και να τις περνάμε από κοινού για να έχουν να γεμίζουν άλμπουμ με φωτογραφίες διακοπών και κενές σελίδες σε ημερολόγια. Τώρα ψάχνω να βρω που είναι το λάθος σε αυτό το συλλογισμό και ποια απ' τα σφάλματα μου είναι επακόλουθα αυτού του λάθους. Το θέμα είναι αν προλαβαίνω να τα διορθώσω ή αν θα τα πάρω μαζί μου στο αρχαιοελληνικό λιβάδι με τους ασφόδελους την αιώνια κατοικία των νεκρών.

Ζω κοντά σε πολλούς ίσως πάρα πολλούς μα μαζί με κανέναν. Τα αόρατα δάκρυα σχημάτισαν αυλάκια στο πρόσωπό μου και κάθε που βρέχει τα αυλάκια γεμίζουν και μοιάζει να κλαίω. Μα δεν κλαίω. Έπαψα να κλαίω. Δεν ωφελεί σε τίποτα πια. Κάποτε έκλαιγα μέχρι να ηρεμήσω τώρα δεν ωφελεί σε τίποτα πια. Μόνο βουρκώνω που και που για να αποδείξω στον εαυτό μου, που με αμφισβητεί, ότι ακόμα αισθάνομαι.

19.4.13

"Η σάρκα φταίει"


6.4.13

Τι να έχω; Τίποτα δεν έχω. Δεν μπορούμε να πάμε απλά μια βόλτα ως το λιμάνι; Χωρίς να παριστάνω πως όλα είναι εντάξει και χωρίς να απαιτείς να σου πω το γιατί.

11.3.13

6 κόκκινα φώτα

το lights των archive να παίζει
6 κόκκινα φώτα να παίζουν
και να φυσάει, να φυσάει, να φυσάει
και ο αέρας να λυγάει τα δέντρα και τον κορμό μου
οι ανεμογεννήτριες στο βουνό ακούνητες,
στριφογυρίζουν
τα κόκκινα φώτα τους ανάβουν και σβήνουν
και η φωνή μέσα μου να φωνάζει
να φωνάζει και να ταξιδεύει να περνάει από τον οισοφάγο
και τελικά να κρύβεται
στην επιγλωττίδα μου
πως να μιλήσω με το στόμα μου γεμάτο φωνή;

6.3.13

Η αναπάντεχη διαταραχή της γάτας.

Η γάτα αυτές τις μέρες νιαουρίζει ασταμάτητα. Κάτι προσπαθεί να μου πει προφανώς, αλλά κάπου το χάνω. Δεν έχω δα και πτυχίο στα νιαουρίστικα. Είδα αυτή την ταινία ξέρεις και μου άρεσε πολύ. Κατέληξα πάλι. Μόνο ζηλεύουμε και τίποτα άλλο δεν κάνουμε. Και εκφράζουμε τη ζήλια μας με όλες τις πιθανές μορφές που υπάρχουν. Ζήλια,
ζήλια,
ζήλια.
Και λίγο ζήλια ακόμη.
Ζηλεύουμε αυτά που δεν μπορούμε να έχουμε.
Ζηλεύουμε αυτά που θα μπορούσαμε να έχουμε (αλλά και πάλι δεν προσπαθούμε να τα αποκτήσουμε)
Ζηλεύουμε αυτά που έχουμε και τα έχουν και άλλοι. Γιατί δηλαδή να τα έχουν και οι άλλοι και γιατί κάποια άτομα να τα βλέπουν αυτά μόνο στους άλλους και όχι σε μας αφού κι εμείς τα έχουμε.
Ζηλεύουμε πράξεις, λέξεις, σκέψεις, κινήσεις, αντικείμενα, , ,
Και ποτέ δεν θα πάψουμε να ζηλεύουμε γιατί είναι στη φύση μας. Λένε...
Κι επειδή το "λένε" πάει να πει ότι ισχύει;
Αυτό το λένε αυτοί που ζηλεύουν αυτούς που δεν ζηλεύουν ή που τέλος πάντων ζηλεύουν λιγότερο ή με διαφορετικό τρόπο που δεν είναι ορατός σε αυτούς που το λένε.
Και όλα όσα λένε και όλα όσα λέω εγώ κάποιος άλλος θα βρεθεί να τα ζηλέψει.
Και στην αρχή χαίρεσαι που σε ζηλεύουν γιατί νιώθεις "κάποιος". Η ζήλια όμως τρώει και τρέφει. Δεν τρέφει μονάχα. Και εκεί είναι που την πατάμε όλοι. Και γίνεται ο κόσμος ένας κουβάς με σκατά. Φρέσκα σαν της γάτας.
Τελικά όλοι σε αυτή τη ζωή (ή μάλλον καλύτερα σε κάποια φάση της), μαζεύουν τα σκατά κάποιου άλλου.

Cigarettes and coffe, man- that's a combination.

25.2.13

Παρακοιμήθηκα.

Και όταν ξύπνησα πολλά είχαν αλλάξει και το καζανάκι ήταν ακόμη χαλασμένο.
Τι ήχο κάνει η μοναξιά;
Όταν συμβαίνει να 'ναι κι άλλοι γύρω.
Κάποιος είπε ότι η τύπισσα φοράει ξυλοπάπουτσα.
Να μάθεις να είσαι δυνατός.
Κι αν τύχει και σε πουν εγωιστή· γύρνα την πλάτη.
Οι μαστιγιές θα επουλωθούν απ' το κορμί σου.
Μόνο μπροστά. 
Για κοίτα πίσω. Μαύρα πουλιά τα μάτια θα σου ξεριζώσουν.
Μην τραγουδάς. Να ψιθυρίζεις το σκοπό της ευτυχίας μην το τολμήσεις.
Και να ρωτάς «γιατί;» μη δοκιμάσεις γιατί ίσως να μην πάρεις απαντήσεις.
Αυτά ονειρεύτηκα ή έζησα ή μ' έμαθαν.
Παρακοιμήθηκα.
Μα ποιος μπορεί κακία να μου κρατήσει;

14.2.13

Αστερόσκονη

Εδώ στα μέσα του καιρού μου φαίνεται πως ότι ήταν να ζήσω το έζησα και άλλα πολλά δεν τα έζησα.  Μα ήρθε για μένα νωρίς η ηλικία που σταματάει ο άνθρωπος να ακούει μουσική. Και τώρα τίποτα άλλο πια δε μένει από το θάνατο. Τον ολοκληρωτικό. Τον αυτοπροκαλούμενο.

Είμαστε κάτοικοι του κόσμου. Χωρίς να ανήκουμε πουθενά και νιώθοντας ότι όποιο μέρος περπατήσαμε το κατακτήσαμε κιόλας. Η περιέργεια δεν σκοτώνει μόνο γάτες όμως. Ναι συχνά εκφράζω τη δυστυχία μου που γεννήθηκα αλλά εφόσον είμαι εδώ πρέπει τουλάχιστον να το απολαύσω. Ξέρεις πότε καταλαβαίνω ότι είμαστε φτιαγμένοι από αστρική σκόνη; Όταν ιδρώνει η παλάμη και πέφτει πάνω της ο ήλιος. Τότε το δέρμα λαμπυρίζει. Θυμάται τη στιγμή της δημιουργίας του λίγο μετά το μεγάλο μπαμ.

Προσπάθησαν να μου μάθουν πράγματα. Πολλοί προσπάθησαν να μου μάθουν πράγματα όμως σε αυτή τη ζωή μαθαίνεις μόνο όσα θέλεις να μάθεις και πορεύεσαι μ' αυτά και νομίζεις που σου φτάνουν τόσα. Και νομίζεις τους γελάς∙ μα γελιέσαι. Ήμουν "εύκολο" παιδί. Ποτέ ένα "εύκολο" παιδί δεν αποδεικνύεται "εύκολο" στο τέλος. Όλα έχουν και το τίμημα τους. Κι ο κόσμος είναι άδικος. Πολύ άδικος. Άδικα άδικος. Κι εγώ δεν την μπορώ την αδικία. Νιώθω σαν να μου έχουν βάλει μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι κι αφήνουν επίτηδες λίγο αέρα να μπαίνει μέσα για να ανασαίνω. Να παρατείνεται το μαρτύριο μου στον αιώνα τον άπαντα. Τα ψέματα τα χαμερπή με περιβάλλουν και βουλιάζω κι εγώ στο βούρκο με τους ανήμπορους. Το δίκιο δεν έχει θέση εδώ. Σε άλλο σύμπαν ίσως σε άλλο γαλαξία, μπορεί το δίκαιο να βρει το δίκιο του· Μα όχι εδώ. Εγώ όμως έχω σχέδιο. Έχω σχέδιο εγώ. Θα σας ταράξω στις επεξηγήσεις. Θα λέω αυτό που σκέφτομαι όπως το σκέφτομαι για την αδικία σας. Γιατί είναι δικιά σας η αδικία όχι δική μου. Το κρίμα στο λαιμό σας, μπάσταρδοι.
Εγώ είμαι καλό παιδί.

4.2.13


Στεκόμασταν αντικριστά αλλά οι σκιές μας σε έδειχναν να ακουμπάς το κεφάλι σου στον ώμο μου.

31.1.13

Αιθεροβάμων


Όσο υπάρχει χαρτί και γραφική ύλη οι άνθρωποι θα γράφουν και θα συνθέτουν (κι εμένα κανείς δεν θα μου πάρει τη γραφομηχανή από το παλαιοπωλείο αν δεν του το πω). Τις τελευταίες μέρες σκέφτομαι πόσο σπουδαία είναι κάποια πράγματα. Όπως η βαρύτητα ή η (γ)αστρονομία. Τα χρόνια περνάνε όμως και δεν γίνεται εγώ να κάθομαι και να σκέφτομαι τέτοιες πίπες. Περνάνε και με κόβουν. Πάνω στο δέρμα και ελάχιστα πιο μέσα. Αφήνω τους φόβους μου να σκονίζονται κλεισμένοι σε ένα κουτί από παπούτσια. Τι ωραίο συναίσθημα όταν βρίσκεις ξεχασμένα λεφτά σε τσέπες. Και πόσα άλλα ωραία υπάρχουν. Μειονεκτούν όμως. Αν παλιά προσπαθούσα να συνδέσω τα ασύνδετα, τώρα προσπαθώ να συνδέσω κομμάτια από διαφορετικά παζλ. Και το ξέρω, μερικά πράγματα πρέπει να λέγονται μόνα τους. Οι σάλτσες τα χαλάνε. Αλλά πως να το κάνουμε κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται φλύαροι στη σκέψη. Πλάκα, πλάκα, είναι να τους αποφεύγεις αυτούς. Μόνο μπερδέματα ξέρουν να προκαλούν.

3.1.13

Και αυτό είναι όλο.


Τα πιο ωραία λόγια δεν γράφτηκαν από ερωτευμένα μυαλά.
Θα μεγαλώσουμε όμως μικρή μου. Γι' αυτό ανυπομονώ να μεγαλώσω. Για να μάθω τις σωστές λέξεις να περιγράψω αυτά που μέχρι τώρα μπορώ μόνο να νιώσω. Λέξεις όπως απορφανισμένος, και πλησίστιος. Να αποκτήσουν νόημα επιτέλους οι τελικοί σύνδεσμοι που χρόνια τώρα χρησιμοποιούσα χωρίς να το σκέφτομαι και πολύ. Ναι, εντάξει δεν ανοίγομαι. Σε έβλεπα να με ρωτάς και διέκρινες στο βλέμμα μου και στις αμήχανες μηχανικές κινήσεις μου πως δεν γνωρίζω καμία απάντηση, αλλά όπως πάντα προσπαθούσα να δώσω μια. Τις φορές που έκανες απόφαση να μου πεις καμιά κουβέντα είχες πάντα αυτό τον τρόπο τον μισό-σοβαρό, μισό-αστείο και στο τέλος πάντα μπερδευόμουν χειρότερα για το τι στο καλό μπορεί να συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου και τα ρέστα. Αυτό το ψυχρός και απόμακρος κάνει παρέα στη μοναχική σκιά μου. Μα πως στο καλό να το ξεφορτωθώ; Ξέρεις πως είναι να θέλεις και να μην μπορείς ε; Ξέρεις. Δεν ξέρεις; Έλα αφού ξέρεις. Εσύ που λες πως τίποτα δεν έχω ζήσει και τίποτα δεν έχω νιώσει. Όμως εγώ μόνο δεν πρόλαβα να τα ξεχάσω. Αλλά ξέρεις τι είναι χειρότερο; Που σε φτάνουν στο σημείο να αναρωτιέσαι αν πρέπει να αποδεχτείς αυτό που είσαι ή αν θα πρέπει να προσπαθείς να το αλλάξεις εφόσον ξέρεις πως δε σου αρέσει. Εσένα. Για σένα. Ασχέτως τι λένε οι άλλοι. Γάμα τους τους άλλους. Στα αρχίδια σου. Εκεί όμως κάπου ξεφεύγει το θέμα και εξατμίζεται η ουσία επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι φαντάζονται τους εαυτούς τους όπως θα ήθελαν να είναι και όχι όπως πραγματικά είναι. Και άπαξ και μπεις σε αυτό το τριπάκι και αρχίσεις να το σκέφτεσαι γεμίζεις ανασφάλειες. Είναι η μαλακία που κουβαλάει κάθε ιδέα μαζί της. Έτσι και κάποιος μαλάκας (ο συγγραφέας αυτού του κειμένου φερ' ειπείν ) σου φυτέψει την ιδέα στο κεφάλι, μετά δεν σταματάς να τη σκέφτεσαι ενώ αν την σκεφτείς από μόνος σου είναι ευκολότερο να την αποβάλλεις. Είναι που ήρθαν Χριστούγεννα όμως, και που μια μέρα πριν τη συντέλεια του κόσμου θα ήμουν καθ' οδόν για Θεσσαλονίκη μα τελικά κέρδισα μια βδομάδα ακόμη στον προηγούμενο παλιόκοσμο. Και που φέτος έμαθα ότι οι πεταλούδες το χειμώνα συχνάζουν στους οίκους τελετών και όλα αυτά μου φέρνουν μια μελαγχολία που με εμποδίζει να αφήσω τη σκέψη μου ελεύθερη να με οδηγήσει σε μέρη ανεξερεύνητα που δεν έχω πάει και που κατά πως φαίνεται θα αργήσω πολύ να πάω και αυτό είναι όλο.