31.3.20

χρειάζομαι μια βροχή


ήμουν μια σταγόνα. μια αναπάντεχη στιγμή.
μου επιτέθηκε η βαρύτητα. κι ύστερα άρχισα να πέφτω. κάθετα. να κατρακυλώ. σε στιλπνή επιφάνεια. -βάλε ότι θες με το μυαλό σου. τζάμι. πλακάκι μπάνιου ή μια ποδιά. ιδέα δεν έχω- προσπάθησα να κοιτάξω πίσω μα δεν μπόρεσα. η δύναμη με τράβαγε αδιάκοπα. πριν είχα όλο τον χρόνο. πλέον δεν είχα χρόνο για τίποτα. ψέματα. είχα. μόνο για να πέφτω. και να σκέφτομαι. ένιωθα πίσω μου να αφήνω το υδάτινο ίχνος μου και να μικραίνω. να μικραίνω πέφτοντας. να, να πέφτω μικραίνοντας. να, να χάνω όγκο και συνείδηση. να, να χαζεύω. δεν το επέλεξα αυτό το ταξίδι μα το κάνω. σκέφτηκα. χωρίς συνεπιβάτες. ολομόναχος. όπως πάντα. τουλάχιστον ως εδώ. μικραίνω όλο και περισσότερο. πότε ξανά μου δεν θα μεγαλώσω. σε λίγο θα εξατμιστώ. δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. αλλά είναι μια γνώση που έχω από τότε που άρχισα να πέφτω. η γνώση του αφανισμού μου.
-γλίστρησα; τι έγινε; ξέχασα- καταρρέω. ρέω προς τα -κάπου- κάτω δηλαδή. αν δίπλα μου είχα κάποιον σαν κι εμένα. θα μπορούσα τουλάχιστον να συγχωνευτώ. να παρατείνω λιγάκι τον αφανισμό. αλλά δεν φαίνεται κανείς τριγύρω. σαν κι εμένα. εγώ κατεβαίνω. κανείς. χρειάζομαι μια βροχή. για να σωθώ. και ο λαιμός του σαν οργωμένο χωράφι. με περιμένει. ποτήρι! ποτήρι ήταν τελικά. και ήμουν το νερό.                     



-αν κλέψει κανείς αλέτρι, λένε πως ξεψυχάει μονάχα αν του κρεμάσουν στο λαιμό έναν ζυγό-
ξύπνησα κι έτρεξα να πιώ.
νερό.