27.10.14

της ώρας

20:50  >Εγώ και το χαρτί.
20:51  >εγώ.
20:52  >σηκώνομαι. κουζίνα. ντουλάπι. ανοίγω. σοκολάτα.
20:53  >αποφασίζω ότι αυτή είναι η ώρα που κέρδισα σήμερα και ότι κάτι πρέπει να κάνω με αυτή την ώρα.
21:00  >ξαπλώνω. ταβάνι.
21:04  >κουζίνα. όχι ντουλάπι. τραπέζι. και γράφω.
τι τις κάνουμε τις ώρες που κερδίζουμε;
21:05  >τρώω τα νύχια μου. λάθος έκφραση. δεν τα τρώω. απλώς τα κόβω με τα δόντια μου. ένα αυτοκόλλητο πάνω στο καζανάκι μιας τουαλέτας έγραφε "είμαστε αυτό που κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό που είμαστε". έτσι είναι; η μήπως η προσπάθεια να αλλάξουμε αυτό που είμαστε είναι σκέτο χάσιμο χρόνου; αλλά και τι δεν είναι χάσιμο χρόνου; αλλά και τι είναι ο χρόνος για να τον χάσουμε ή να τον κερδίσουμε;
21:10  >εδώ σταματάει η σκέψη μου. η ώρα περνάει κι ακόμα δεν έχω βρει τρόπο να πραγματοποιήσω την απόφαση μου. γιατί δεν φτάνει να παίρνουμε αποφάσεις. πρέπει να τις πραγματοποιούμε κιόλας.
21:07  >γυρνάω το χρόνο πίσω. γιατί μπορώ. γιατί θέλω. 3 λεπτά είναι εξάλλου. σιγά το σφάλμα. το κάνω γιατί ξέχασα κάτι που πρέπει να αναφερθεί. το δέντρο. ναι, το δέντρο. που φύτρωσε έτσι απροσδόκητα στη μέση ακριβώς του χωρίς οροφή ερειπωμένου σπιτιού που βρίσκεται απέναντι απ' το μπαλκόνι μου. το ζηλεύω αυτό το σπίτι κι ας μην έχει οροφή. θέλω ένα δέντρο στη μέση του σαλονιού μου.
21:18  >βλέπω το δέντρο και σκέφτομαι ρίζες. τις ρίζες που φτιάχνουμε όπου πάμε κι όταν μας τη βαρέσει και φύγουμε τις παίρνουμε μαζί μας χωρίς τύψεις για την ασχήμια που αφήνουμε πίσω μας. γιατί σκέψου. αν μπορούσαν να περπατήσουν τα δέντρα, θα περπατούσαν με τις ρίζες τους. ειδάλλως θα έχαναν την ισορροπία τους στο λεπτό. τώρα που είπα λεπτό.
21:26  >24 λεπτά. μένουν. η ώρα μου κατακρεουργήθηκε απ' τη σκέψη μου. τώρα τι άλλο μου μένει να κάνω απ' το να περιμένω να τελειώσει αυτή η ρημάδα η ώρα;
21:29  >ποτήρι. νερό. καπνός. στρίβω. καπνίζω.
21:33  >παύση
21:34  >αγχώνομαι. να διαβάσω ένα βιβλίο. να δω μια ταινία. να διαβάσω για τη σχολή. να μαγειρέψω; να παραγγείλω; να γράψω ένα τραγούδι. να κοιμηθώ; να ξυπνήσω. τι να προλάβω; τίποτα. δεν φτάνει μια ώρα. δεν φτάνει.
21:42  >τσιγάρο. σβήνω. χτυπάει. τηλέφωνο. δεν θα το σηκώσω. όχι. αυτή η ώρα είναι δική μου. μου δόθηκε απλόχερα. δεν θα τη χαραμίσω για ένα τηλεφώνημα. τι μαλακίες λέω; αφού ήδη τη χαράμισα. το σηκώνω.
  -Τι χρώμα έχει η ζωή;
  -Δεν ξέρω.
  -Τι χρώμα έχει η ζωή;
  -Δεν ξέρω τι χρώμα έχει. Δεν ξέρω καν αν έχει ένα χρώμα ή πολλά. Σίγουρα πάντως έχει άσπρο φόντο.
21:46  >το συναίσθημα της απόλυτης απομόνωσης και ο βόμβος του ψυγείου.
21:48  >σκέψου.σκέψου. τι θα την κάνεις τελικά αυτή την ώρα; τι την έκανες;
21:50  >κάτω τα μολύβια. η εξέταση τελείωσε. τα λέμε ξανά του χρόνου.

27.8.14

εν καιρώ


βουτάω το στυλό στο μελάνι και στο ποτήρι σου έτσι που κάθε που διψάς να πίνεις τα λόγια μου.
σταμάτα με αν μπορείς.
πρόλαβα και σ' αγάπησα κι ούτε που ξέρω πως διάολο πίνεις τον καφέ σου. «όλος ο κόσμος είναι μια παράφραση της λέξης σκατά» μου έλεγες. προσπαθούσες να ξεφύγεις απ' τον εαυτό σου. αλλά που να πας; ο πόνος απαιτεί.
απαιτεί να τον νιώσεις.

αυτό το καλοκαίρι ήρθε φεύγοντας και τελείωσε αρχίζοντας. με βρήκε να τρώω ρύζι λαπά με γαρνιτούρα δάκρυα και 2 σουτζουκάκια στεγνά για ξεκάρφωμα. γεύμα νοσοκομείου. με βρήκε από δω κι από κει. και ακόμα εκεί είμαι.
δεν έφυγα. ωστόσο δεν έμεινε καιρός πολύς. δεν μένει καιρός ποτέ όταν ξες ότι φεύγεις. καιρός για τίποτα.

σε ένα αδειανό μπουκάλι μπύρας στέλνω το ραβασάκι μου στη θάλασσα. ένας ψαράς μου είπε ότι τα ψάρια πραγματοποιούν ευχές όταν έχει πανσέληνο.
άραγε όμως, ξέρουν να διαβάζουν;

22.5.14

Εν ψυχρώ


τα σκηνικά εναλλάσσονται με ρυθμό επαναλαμβανόμενο.
τα ποτήρια αδειάζουν
τα τασάκια γεμίζουν
το στόρυ συνεχώς εμπλουτίζεται και παρ' όλα αυτά αφομοιώνεται το ίδιο εύκολα από τους διαπλεκόμενους
υπάρχει μοτίβο
τα λάθη επαναλαμβάνονται
τα δέντρα ανθίζουν
τα φύλλα πέφτουν
μαθαίνεις απ' τα λάθη σου αλλά όχι πως να μην τα ξανακάνεις
οι ιδέες αυξάνονται
το καλοκαίρι αρχίζει
το φθινόπωρο αρχίζει
πασχίζουμε όλοι να τις εμφυτεύσουμε
κανείς δεν είναι πρόθυμος για εγχειρήσεις και ανοίγματα
αυτό που κοροϊδεύουμε αυτό είμαστε
η πίστη στην ευπρέπεια των ανθρώπων είναι αναπηρία
οι συνειδήσεις ασφυκτιούν στα μικροκαμωμένα κρανία μας
η επίθεση ξεκινάει από τα σπλάχνα
τα ποτήρια σπάνε
τα τασάκια γεμίζουν
το μοτίβο έπαψε να διακρίνεται και ο νόμος λέει ότι είμαστε αθώοι μέχρι να αποδειχθούμε ένοχοι
οι πράξεις καθορίζονται από παρορμητικές αποφάσεις και προσδιορίζονται ως ύποπτες
η επικείμενη ώρα της κρίσης μόνο άγχος δεν προκαλεί γιατί οι εκδικούμενοι δεν θεωρούν τον εαυτό τους ένοχο
προϋπόθεση τα χέρια τους να είναι κρύα και έτοιμα να καρφώσουν την ησυχία στον τοίχο
το δωμάτιο ξεχειλίζει κραυγές
έτσι διαπράττονται τα εγκλήματα 
εν ψυχρώ 

4.5.14

υποθετικά


θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο. με ένα τηλεφώνημα να σώσουμε τη μέρα που μας προλαβαίνει. και αρχίζει πριν πέσουμε για ύπνο. πριν προλάβουμε να ονειρευτούμε για το αύριο. θα μπορούσαμε ό,τι λέμε να το εννοούμε. αλλά τότε που θα πήγαινε το χιούμορ; θα μπορούσαμε να μη γιορτάζουμε τα γενέθλια μας. βασικά να τα λέγαμε γενάθλια και να ζούσαμε συμφιλιωμένοι με το θάνατο και όχι δεσμώτες του. θα μπορούσαμε να πάμε μια εκδρομή το σαββατοκύριακο αλλά για μας μετά την παρασκευή οι μέρες θυμίζουν Δευτέρα. θα μπορούσαμε ίσως και να αγαπηθούμε. αν αγαπούσαμε εμάς λιγότερο.

απεριόριστες δυνατότητες. αυτό είναι το βαρίδι. ότι μπορείς να διαχειριστείς όπως διάολο θες αυτή τη σάρκα και αυτή την υποψία χρόνου που σου δόθηκε. ωστόσο απογοητεύουμε ο ένας τον άλλο. και αυτό κάνουμε. και αποχαιρετιζόμαστε. με ένα στεγνό φιλί για καληνύχτα.

4.1.14

ανεύρυσμα


με τη λανθασμένη ταυτότητα του διανοούμενου και την άστοχη ρετσινιά του κουλτουριάρη έρχομαι πάλι αντιμέτωπος με τη λευκότητα. της σελίδας και του απρόσμενου.
είναι οι άλλοι και είμαστε και εμείς. αλλά γιατί πάντοτε το πρόβλημα είμαστε εμείς;
όλοι ζουν τη ζωή τους μια φορά. δεν την έζησε κανείς μας δύο. και η ζωή είναι σαν βούτυρο στον ήλιο. κανείς δεν προλαβαίνει να τη ζήσει πριν να λιώσει. οι συμβουλές τους δεν χωράνε στο στερέωμα. θα πέσει το ταβάνι μου και θα τους πλακώσει να τους πεις.

έχω γράψει. έχω γράψει ωραία πράγματα. και δε θα σταματήσω μέχρι να ξεχειλώσει κάποια αρτηρία στον εγκέφαλο μου και να πεθάνω από ανεύρυσμα. κάποιος είπε ότι ανάμεσα στην προσέγγιση της ιδέας και στην ακρίβεια του πραγματικού βρίσκεται το αδιανόητο. εκεί πρέπει να στοχεύουμε. να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε αυτό που δεν βρίσκεται σε κοινή θέα. αυτό που οι άνθρωποι κρύβουν στο καβούκι τους.

φοράω ένα βάρος στην πλάτη μου και μια τρύπια κάλτσα. κι ο χειμώνας έφτασε για τα καλά.

πόσες φορές να σου το πω πια πως ο κόσμος που ζούμε είναι κακός άσχετα αν φτιάχτηκε με καλές προθέσεις;